Γνώ(μ)η και γνώ(σ)η: Ένα σύμφωνο με μία κοσμοθεωρία διαφορά…

on .

Στην εποχή των πληροφοριών στην οποία ζούμε, απότοκη της αλματώδους τεχνολογικής ανάπτυξης, ο άνθρωπος νομίζει, ή ακριβέστερα έχει την ψευδαίσθηση, ότι τα ξέρει όλα.

 Στην πραγματικότητα, όμως, είναι βυθισμένος στην ημιμάθεια, στην επιφανειακή δηλαδή γνώση, την επιδερμική, άρα «εξ επιπολής» επαφή με κάποιο γνωστικό αντικείμενο ή την άτακτη, μη συστηματική και μεθοδική, γνώση ορισμένων επιμέρους στοιχείων του συγκεκριμένου αντικειμένου. Ταυτόχρονα η ημιμάθεια έχει ως συνοδά στοιχεία την αδυναμία τού φορέα της να ταξινομήσει τις γνώσεις του, να οργανώσει τη σκέψη του και να συνειδητοποιήσει πλήρως τι γνωρίζει και τι όχι (ελλιπής αυτογνωσία), με επακόλουθο τη διαστρεβλωμένη προσέγγιση της γνώσης και τη σύγχυση. 

Γι΄ αυτό και οι αρχαίοι σοφά επισήμαιναν ότι «ημιμάθεια χείρων εστί και αυτής ταύτης της αμαθείας», ότι η ημιμάθεια δηλαδή είναι χειρότερη ακόμη και από την αμάθεια. Ο αμαθής υπάρχει πιθανότητα κάποτε να μάθει, γιατί έχει επίγνωση της άγνοιάς του και θέλει να ακούσει ή να διαβάσει για να μάθει. Ο ημιμαθής δεν μαθαίνει ποτέ γιατί νομίζοντας ότι γνωρίζει τα πάντα δεν δέχεται ν’ ακούσει τίποτε και από κανέναν. Οι Λατίνοι, δε, προχωρούσαν πιο πέρα λέγοντας «φοβάμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου» (“timeo hominem unius  libri”), τον μονοδιάστατο, τον μονόφρονα, της μιας κατεύθυνσης άνθρωπο. Δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα που να μην έχει άποψη για τη διεθνή οικονομία, τη διεθνή πολιτική, την κλιματική αλλαγή, για τα πάντα.

Ο σύγχρονος άνθρωπος ταλανίζεται από τα ίδια προβλήματα που ταλανίζουν εδώ και αιώνες τους ανθρώπους (ανεργία, αδυναμία εκπλήρωσης ακόμη και των στοιχειωδών βιοποριστικών αναγκών, κοινωνική ανισότητα, αδικία) έστω κι αν σήμερα νομίζει ότι γνωρίζει περισσότερα από τους παλαιότερους. Οργίλος εξακοντίζει ύβρεις για τους κατέχοντες την εξουσία. Μέχρι την ημέρα των εκλογών τούς αναθεματίζει και μετά πάει και τους ψηφίζει. Στο Μεσαίωνα τουλάχιστον όλοι αυτοί ήταν ορατοί εχθροί και με τη χρήση βίας έκλεβαν. Σήμερα, στις δημοκρατιόσχημες -με τον μανδύα του κοινοβουλευτισμού- δικτατορίες, κλέβουν με την ψήφο και άρα με τις ευλογίες του «παντογνώστη» λαού. 

Ο καθένας σήμερα λέει ό,τι του κατέβει, γιατί ακριβώς αυτές οι κατ΄ επίφαση δημοκρατίες τού καλλιέργησαν την ψευδαίσθηση ότι η διατύπωση της προσωπικής άποψης αφ’ εαυτής  συνιστά απόδειξη της ελευθερίας και της ισότητας. Ο κυκεώνας πληροφοριών του διαδικτύου, αυτός ο ανεξέλεγκτος πληροφοριακός «αχταρμάς», επιτείνει αυτή την ψευδαίσθηση. Πραγματικά ελεύθερος, όμως, είναι ο άνθρωπος που έχει γνώση και όχι απλά άποψη. Άποψη έχουν και τα ζώα. Το πού θα ψάξει να βρει την τροφή του η κότα, ο σκύλος ή η γάτα είναι άποψη. Η γάτα, όμως, όμως, ή ο σκύλος και η γάτα, ενώ έχουν άποψη, δεν έχουν γνώση. Αν είχαν γνώση θα «δημιουργούσαν» την τροφή τους μόνα τους και δεν θα την έψαχναν στο χωράφι και στα σκουπίδια.

Η γνώση λείπει από τον σύγχρονο άνθρωπο. Σήμερα όλοι έχουν υψώσει την άποψη – «σημαία» για τα πάντα κι αυτό είναι δυστυχώς το πρόβλημα. Ρίξτε μια ματιά στην ακατάσχετη φλυαρία των ραδιοτηλεοπτικών σχολιαστών επί παντός επιστητού. Για όλα έχουν άποψη, όχι όμως και γνώση. Η άποψη δεν δίνει λύσεις, γιατί δεν είναι γνώση. Αυτό δε σημαίνει ότι η ανταλλαγή απόψεων δεν είναι χρήσιμη. Άποψη έχει ο καθένας από μας από τη στιγμή που γεννιέται. Άλλωστε, «πάντες άνθρωποι φύσει του ειδέναι ορέγονται», διακήρυττε αιώνες πριν ο Αριστοτέλης («Μετά τα Φυσικά»), όλοι οι άνθρωποι δηλαδή από τη φύση τους επιθυμούν να μάθουν, να γνωρίσουν. Αν όμως η κάθε άποψη είχε πραγματική δύναμη, δεν θα έπρεπε να πηγαίνουμε σχολείο και να μαθαίνουμε γράμματα, να μορφωνόμαστε. 

Ποιος άνθρωπος για παράδειγμα δεν έχει άποψη για την σκωληκοειδίτιδα ή τις αμυγδαλές, τις ιώσεις και τη γρίπη; Υπάρχει κανένας, όμως, ασθενής που, όταν αντιμετωπίζει πρόβλημα, ν’ απευθύνεται στον γείτονα με την «καλή» άποψη; Πάντα αναζητά τον γιατρό που έχει γνώση και όχι απλά άποψη για τις συγκεκριμένες παθήσεις. Αναζητά αυτόν που πήγε στο πανεπιστήμιο και «έμαθε» και όχι αυτόν που πήγε στο καφενείο και «άκουσε». Ο άνθρωπος στη συγκαιρινή πραγματικότητα ακόμα και με δύο κουβέντες που θ’ ακούσει ή θα διαβάσει για ένα θέμα σχηματίζει άποψη. Μια άποψη, όμως, που στηρίζεται σε ελλιπή ή ακόμη και σε ψευδή δεδομένα, γίνεται επικίνδυνη τόσο για τον ίδιο όσο και για την κοινωνία, η οποία δεν πρέπει να λησμονούμε ότι δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά το άθροισμα των επί μέρους μονάδων που την συναποτελούν, των μελών της δηλαδή.

Το σύστημα, πολιτικό - οικονομικό, όλα αυτά τα γνωρίζει και μάλιστα άριστα,  γι’ αυτό και επενδύει απλά στην καλλιέργεια της κοινής και τις περισσότερες φορές αστήρικτης άποψης μεταξύ των πολιτών, εφευρίσκοντας την περιβόητη «κοινή γνώμη», την οποία διαμορφώνει κατά το δοκούν και χειραγωγεί μέσω των ημέτερων μιντιακών μέσων. Επενδύει στα καφενεία και όχι στα πανεπιστήμια. Όλοι οι άνθρωποι και σ’ όλα τα θέματα έγιναν πλέον «ίσα κι΄ όμοια». Δεν έχει πλέον την ανάγκη το σύστημα να «φιμώνει» την κοινωνία όπως έκανε στον μεσαίωνα ή στα δικτατορικά καθεστώτα αργότερα. Σήμερα έχει όλα τα μέσα να της «δανείζει» την άποψή του και την ελέγχει με τον πιο εύκολο τρόπο. Την άποψη την «καλλιεργούν» στους ανθρώπους αυτοί που ελέγχουν τους μηχανισμούς προπαγάνδας, που τους βαφτίζουν «μέσα ενημέρωσης» ή, επί το επιστημονικότερον, «επικοινωνιακή πολιτική.

Μπορεί ο ορατός εχθρός της δημοκρατίας να είναι ο φασισμός, εξίσου όμως απειλείται και από την ακριτοέπεια. Ο φασισμός της αδολεσχίας (φλυαρίας) και του θορύβου (της φασαρίας) μάλιστα είναι πολλαπλά πιο επικίνδυνος από τον φασισμό του «φιμώματος», γιατί μπορεί να «κρύβεται» πίσω από τα δικαιώματα των «αδολεσχούντων» (φλυαρούντων). Κάθε φορά που η εξουσία αντιλαμβάνεται ότι κάποιος την απειλεί- και είναι εκείνοι οι οποίοι τολμούν να διαρρήξουν τη «σιωπή των αμνών»-  δίνει εντολή στους υποτακτικούς της – και είναι πολλοί: υποτακτικά μέσα ενημέρωσης, αργυρώνητοι δημοσιογράφοι, παντοειδείς κλακαδόροι- να φλυαρούν και να φωνάζουν, να τον «σκεπάζουν», κάθε φορά που αυτός επιχειρεί να μιλήσει. Και η πρώτη «κραυγή» βγαίνει πάντα από τους πιο ευαίσθητους και οπωσδήποτε από τους έχοντες γνώση, τους μορφωμένους. Αντίθετα ο φασισμός της οχλαγωγίας είναι ανίκητος. 

Γιατί δημοκρατία, τελικά, δεν είναι το δικαίωμα του καθενός να κρίνει αυτά που του προτείνουν εκείνοι που ασκούν εξουσία, αλλά η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων για το τι πρέπει να γίνει και τι όχι, υπακούοντας στην προτροπή του Θουκυδίδη («Ιστορίαι 2,40.1) «τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλά αχρείον νομίζομεν» ,ότι δηλαδή ο πολίτης που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν είναι φιλήσυχος αλλά άχρηστος. Το ένα με το άλλο έχει τεράστια διαφορά. Το πρώτο δεν απαιτεί κανένα ουσιαστικό προσόν, καμία ικανότητα, παρά μόνο δυνατή φωνή, τη δύναμη του οχλικού θορύβου. Το δεύτερο απαιτεί τον σκεπτόμενο και γνώστη, επομένως απροκατάληπτο, πολίτη. Η δημιουργία αυτού του τύπου πολίτη πρέπει να είναι η επιδίωξη μιας ουσιαστικής δημοκρατίας. 

Το να υψώνεις κάθε φορά σείοντας  το λάβαρο του ποσοστού των κερδισμένων εκλογών, όσο υψηλό κι αν είναι αυτό, περιφρονώντας τα δικαιώματα και τις ανάγκες  του συνόλου της κοινωνίας, συνιστά διαστροφή της λαϊκής ετυμηγορίας και στην ουσία αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τα λόγια του Θουκυδίδη είναι εν προκειμένω επίκαιρα όσο ποτέ: «Δεν κατηγορώ αυτούς που ασκούν την εξουσία, αλλά αυτούς που είναι πρόθυμοι να υπακούσουν».