Ένα πανάρχαιο έθιμο στο τραπέζι του γάμου...

on .

Το ντολί είναι ένα πανάρχαιο έθιμο, το οποίο δυστυχώς εξαφανίστηκε από τα χωριά μας. Είναι ένα έθιμο που χαρακτήριζε το «Τραπέζι του Γάμου», έδινε χρώμα και κρατούσε κεφάτους όσους συμμετείχαν στη χαρά των οικογενειών που πάντρευαν τα παιδιά τους. Επικρατούσε στα περισσότερα χωριά μας και ιδιαίτερα στα χωριά του Πωγωνίου, της Δερόπολης και των Αγίων Σαράντα, μιας ευρείας ηπειρωτικής περιοχής, στην οποία τα έθιμα δεν συγγενεύουν αλλά ταυτίζονται. Μετά τη στέψη στην εκκλησία οι γονείς του γαμπρού παρέθεταν «δείπνο» στους καλεσμένους. Στρώνονταν σοφράδες και κάθονταν στη σειρά: τα νιόγαμπρα, ο νουνός και νουνά, τα πεθερικά και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Η ρακοκατάνυξη, η ενθουσιαστική ατμόσφαιρα και το χαρούμενο περιβάλλον, έφερνε το κέφι και άρχιζαν τα τραγούδια:

Καλώς όπου τον βρήκαμε τούτον τον νοικοκύρη

με το καλό του το ρακί και τους καλούς μεζέδες

με τη χρυσή την τράπεζα και τα καλά του λόγια…

Μετά τους μεζέδες και το πρώτο ζέσταμα ακολουθεί το κύριο φαγητό, με σφαχτά, πίτες και άφθονο κρασί. Και το φαγοπότι άρχιζε. Κατά τη διάρκεια του δείπνου και όταν φούντωναν τα τραγούδια άρχιζε και το «ντολί». Ίσως ήταν ένας τρόπος να συμμετάσχουν όλοι οι συνδαιτυμόνες στη χαρά των νεονύμφων, φυγή από τα συνηθισμένα και απόδειξη αγάπης.

Ένας ηλικιωμένος, με πείρα στην οργάνωση του «τραπεζιού της χαράς» και σεβαστός από όλους, ανελάμβανε την όλη διαδικασία του «ντολιού». Ήταν ο αρχηγός, ο Ντολήμπασης, που έδινε εντολή (ντολή – εντολή) και στον οποίον όφειλαν να υπακούν. Ήταν μια παραγγελία «κατ’ εντολή» του Ντολήμπαση, είδος πρόποσης στο παρατιθέμενο συμπόσιο. Ο Ντολήμπασης ήταν ο εντολέας που αναθέτει σε πρόσωπα που συμμετέχουν στο δείπνο, στον εντολοδόχο, να κάμει πρόταση για υγεία και ευτυχία των νεονύμφων και των παρευρισκομένων. Εκείνος που έπαιρνε την εντολή ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει με ακρίβεια και να υπακούσει χωρίς δεύτερο λόγο, στην εντολή (παραγγελία – εντολή) του Ντολήμπαση. Ο Ντολήμπασης ρυθμιστής της όλης διαδικασίας, έπαιρνε έναν δίσκο με τρία ρακοπότηρα και κρασοπότηρα, που ξαναγεμίζονταν μετά από κάθε πρόποση. Σηκωνόταν όρθιος, έπαιρνε από το δίσκο το πρώτο ποτήρι (με ρακί ή κρασί, ανάλογα με το ποτό που έπινε) και άρχιζε τις ευχές:

- Το πρώτο το πίνω εις υγείας των νεονύμφων, να ζήσουν, να προκόψουν. Οι προσκαλεσμένοι απαντούσαν με το τραγούδι, το οποίο επαναλάμβαναν σε κάθε ευχή:

Το πίνει (ο τάδε) το ρακί, το πίνει το πίνει, 

το πίνει δεν το χύνει και στάλα δεν αφήνει.

Ας τον ανεβάσουμε και ας τον κατεβάσουμε

πάνω στα τριαντάφυλλα, κάτω στα γαρούφαλα.

Πιέτο (τάδε) πιέτο και πάλι γέμισέ το 

δως του μια να πάει κάτω

για να βρει η καρφή τον πάτο.

Το δεύτερο το πίνω εις υγείαν του κουμπάρου, να του ζήσουν τα νιόγαμπρα και με λάδι να τον αξιώσει ο Θεός.

Το τρίτο το πίνω εις υγείας των γονέων του γαμπρού και της νύφης, να τους ζήσουν τα παιδιά, να ζήσουν, να γεράσουν και σ’ άλλα να χαρούμε. Τα ποτήρια γεμάτα με ρακί ή κρασί μπορούσαν να φτάσουν και δέκα, ανάλογα με όσους ήθελε να ευχηθεί. Με το τελευταίο ποτήρι και την ανάλογη ευχή μεταβίβαζε την εντολή τιμητικά στον πιο ηλικιωμένο συγγενή. Εκείνος έπαιρνε το δίσκο με τα ποτήρια και άρχιζε τις ευχές, όπως ο Ντολήμπασης. Ύστερα από κάθε ποτήρι, που ήταν υποχρεωμένος να αδειάζει, ακολουθούσε το ίδιο τραγούδι. Όταν τελείωνε απευθύνονταν στον Ντολήμπαση: «Ντολήμπαση να ζεις, να χαίρεσαι και περιμένω ορισμό σου». Εκείνος όριζε τον επόμενο. Όταν τελείωναν, όσοι επιθυμούσαν να πάρουν μέρος στο ντολί, ο τελευταίος ζητούσε ορισμό. Ο Ντολήμπασης όριζε τον εαυτόν του.

Ο δίσκος επιστρεφόταν στον εντολέα, από τον οποίον είχε ξεκινήσει και πίνοντας με ένα ποτήρι ευχαριστούσε όλους για τις ευχές τους και τους εύχονταν «και στα παιδιά σας». Και στους «ελεύθερους» (στους ανύπαντρους): «και στα δικά σας».

Με τη συμμετοχή στο ντολί, ασφαλώς δοκιμαζόταν και η αντοχή στο ποτό, αφού εκείνοι που συμμετείχαν κατέβαζαν το ένα ποτήρι πίσω από το άλλο. Με το τέλος του ντολιού δεν έπαιρνε τέλος η διασκέδαση. Τότε άρχιζαν τα τραγούδια αντιπροσωπευτικά της «χαράς», όπως τραγουδιόνταν στη Λεσινίτσα, χωριό της περιοχής Θεολόγου, Αγίων Σαράντα. Έχουν καταγραφεί από τον Λεσινιτσιώτη Βασίλειο Παντελή Ζαρμπαλά στο βιβλίο του με τίτλο: «Λεσινίτσα – Ιστορία και Λαογραφία – σύμμεικτα»:

 

1. Σερν’ ο αγέρας πέφτουν τ’ άνθη

 

 Σερν’ ο αγέρας πέφτουν τ’ άνθη

και γεμίζουν τα τραπέζια

και γεμίζ’ η νύφη μόσχο

και μυρίζουν τα σκουτιά της,

τα χρυσοφερέματά της.

Σερν’ ο αγέρας πέφτουν τ’ άνθη

και γεμίζουν τα τραπέζια

και γεμίζ’ ο γάμπρος μόσχο

και μυρίζουν τα σκουτιά του

και γεμίζουν τα σκουτιά του

τα χρυσοφερέματά του.

 

2. Για ιδέστε την, για ιδέστε την

 

Για ιδέστε την, για ιδέστε την,

ήλιο, φεγγάρι πέστε την 

για ιδέστε για την πέρδικα,

πως στέκεται λεβέντικα.

Σε πολλές χάρες που πήγα,

τέτοια νύφη εγώ δεν είδα

πο’ χει μπάλα σα φεγγάρι

και τα μάτια σα φλυτζάνι

πο’ χει φρύδια σαν γαϊτάνι

και τη μύτη κοντυλένια

πο’ χει στόμα δαχτυλίδι,

δεν χωράει σπειρί σταφύλι

πο’ χει το λαιμό χυτό,

μάρμαρο πελεκητό.

3. Στολίζεται μια λυγερή

Στολίζεται μια λυγερή, στη μάνα της να πάει

βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι φρύδια

κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, τα βάζει δαχτυλίδια.

Έθιμα, τα οποία δυστυχώς με την ερήμωση των χωριών 

μας έσβησαν και χάθηκαν χωρίς ελπίδα επιστροφής.