Η ψυχή των Ελλήνων φάνηκε ελληνική…

on .

Αγώνας για τη νίκη ήταν το έπος του Όχι. Μια νίκη, που άρχισε από την άρνηση παράδοσης στον εχθρό κι έγινε άτρομη, άνιση πάλη με σύνθημα: Αέρα. Μια νίκη, που πέρασε και από την Πίνδο και ανάσκαψε το χώμα της και το έβαψε με το χρώμα της και το γέμισε με της δάφνης το σπάνιο μύρο, που το οσμίστηκε η οικουμένη κι είπε: Πολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί είσθε Έλληνες. 

Η πατριωτική ορμή και φλόγα ενέπνεε και πυρπολούσε τις γυναίκες της Πίνδου, όπως και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγαλόπνοου νικητή της Πίνδου Κωνσταντίνου Δαβάκη. Μόνος, χωρίς στρατιώτες (!), κατήρτιζε «διμοιρία» από το βοηθητικό προσωπικό του γραφείου του και του μαγειρίου (!!!), επάνω στα τρομερά όρη, για να αντιμετωπίσει τις Ιταλικές μεραρχίες.

Το σάλπισμα παραμένει πάντοτε το ίδιο όχι μόνο σε πολέμου καιρό, μα και πάντα: Έλληνες προχωρείτε!… Προχωρείτε…!

Οι Έλληνες στον πόλεμο του ‘40 προσέφεραν τη ζωή του στο βωμό της ελεύθερης πατρίδας. Τι σημαίνει ελεύθερη πατρίδα; Για να το καταλάβουμε, ας υπολογίσουμε, αν μπορούμε, τους στεναγμούς, τα δάκρυα, τον πόνο του αιματωμένου τόπου μας.

Ας ρίξουμε μια ματιά στους πεσόντες, στις μάνες, που με τα παιδιά στην αγκαλιά ανέβηκαν στα βουνά, και στα χίλια άλλα βάσανα των Ελλήνων, που δεν χωρούν εδώ, για να πάρουμε μια ιδέα.

Από σήμερα και για πάντα καλούμαστε να έχουμε μπροστά στα μάτια μας τους αγώνες για την Πατρίδα. Να μη λησμονούμε ποτέ το μεγαλείο της ψυχής και της βαθιάς ευσέβειας των Ορθόδοξων γενεών. Να μην ξεχνούμε ποτέ τα λεοντόκαρδα κατορθώματα και τις ευγενικές θυσίες μικρών και μεγάλων στον ιερό βωμό της πατρίδας.

Ο πρώτος νεκρός στρατιώτης 

Ένα σπουδαγμένο παιδί του λαού, με καταγωγή από την Καρύτσα Ζίτσας, ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ήταν ο πρώτος Ηπειρώτης στρατιώτης, που έπεσε στην προχωρημένη γραμμή άμυνας, στο Αηδονοχώρι Κόνιτσας, επί των Ελληνοαλβανικών συνόρων.

Εκεί τάφηκε και μετά από χρόνια έγινε μετακομιδή των οστών του στη γενέτειρά του, όπου στήθηκε ανδριάντας του στην πλατεία του χωριού. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του και στο Σχολαρχείο Ζίτσας. Στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι, επειδή προερχόταν από φτωχή οικογένεια, κατά τις σπουδές του δούλευε σε τεχνικό γραφείο όλη την ημέρα και σε καφενείο το βράδυ. Υπήρξε δικηγόρος στο Ειρηνοδικείο Ζίτσας και επιστρατεύτηκε το καλοκαίρι του 1940.

Είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και στις 22 Ιουλίου 1940, κλήθηκε και πάλι στα όπλα, στο πλαίσιο της περιορισμένης έκτασης επιστράτευσης, που διέταξε ο  Ιωάννης Μεταξάς, επειδή η φασιστική Ιταλία είχε εισέλθει στο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και ενόψει της διαφαινόμενης επίθεσης κατά της χώρας μας. 

Παραμονές της Ιταλικής επίθεσης υπηρετούσε μπροστά - μπροστά στην αμυντική διάταξη των ελληνοαλβανικών συνόρων. Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 εκδηλώθηκε η Ιταλική επίθεση, μισή ώρα πριν από την λήξη του τελεσιγράφου προς τον Μεταξά. 

Το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βάλει και το πεζικό πέρασε στην ελληνική πλευρά και ο Γιώργος Μπουκουβάλας βρέθηκε απέναντι στους εχθρούς. Υπερασπίστηκε την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδος του, όπου  έπεσε νεκρός. Ο Γιώργος Μπουκουβάλας έγινε ήρωας, όπως ήρωες έγιναν οι Έλληνες του '40. Πολέμησε-πόνεσε-θανατώθηκε-νίκησε. Και μας καλεί να τον μοιάσουμε - να τους μοιάσουμε όλους τους μαχητές του '40, στο φρόνημα. 

Αν μας θυμίζει ότι αν δεν πούμε  ένα νέο "ΟΧΙ", χάνουμε την έμφυτη δύναμή μας να γίνουμε ήρωες. Και σ' αυτό τον τόπο δεν έχουμε το δικαίωμα. Και ο Γιώργος Μπουκουβάλας και όλοι οι Έλληνες  είπαν στους Ιταλούς, όχι, δεν σας επιτρέπουμε να περάσετε μέσα από την Πατρίδα μας,  για να μας κάνετε σκλάβους. Δεν σας παραδίδουμε την Ελλάδα. Θα πολεμήσουμε "με το χαμόγελο στα χείλη", γιατί αυτό τον πόλεμο δεν τον προκαλέσαμε εμείς. Μας τον επιβάλλατε. Θα πολεμήσουμε εμείς οι λίγοι, εσάς τους πολλούς. Και το έκαναν γενναία. Και θριάμβευσαν... 

Οι γυναίκες της Πίνδου

Πάνω στης Πίνδου τις κορφές συντελέστηκαν θαύματα. Στο Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, αναφέρεται: «Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε ότι κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα, για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!».

Και καλούμαστε εμείς οι σημερινοί Έλληνες να είμαστε οι ευτυχείς λαμπαδηφόροι της ιδέας της πατρίδας. Οι φρουροί, οι προστάτες, οι υπερασπιστές της. Οι ασπίδες της. Τι χρέος, τι τιμή!

Λένε μερικοί ότι άλλοτε είχαν οι Έλληνες περισσότερο πατριωτισμό. Όχι! Δεν το πιστεύουμε. Και όταν οι ανάγκες το απαιτήσουν, μακάρι να μην το απαιτήσουν ποτέ πια, θα αποστομωθούν. Το σάλπισμα “Έλληνες προχωρείτε” δεν σταματάει ποτέ. Ας οξύνουμε τ’ αυτιά μας να το ακούμε.

Και τα λόγια, που έγραψαν το 1940 οι ξένοι στις εφημερίδες τους για τον μεγαλειώδη άνισο αγώνα μας, που απέδειξε ότι “πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων, οι οποίοι προ τριων και πλέον χιλιάδων ετών κατατρόπωσαν τους βαρβάρους και έσωσαν την Ευρώπη”, ας φιλοδοξούμε να το γράφουν και να το λένε πάντα, σ’ ειρήνη και σε πόλεμο. “Ότι πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων”! Ο καλύτερος τίτλος τιμής. Το ίδιο σάλπισμα και οι ίδιοι Έλληνες. Δεν είναι υπέροχο;

Ο πρώτος νεκρός ιερέας 

Μέσα στις μέριμνες και στις ποικίλες φροντίδες της καθημερινότητας οι εθνικές εορτές, όπως αυτή της 28ης Οκτωβρίου, αποτελούν σταθμούς περισυλλογής και παραδειγματισμού.

Το έπος του 40, διεγείρει την ιστορική μας μνήμη, αλλά και την πατριωτική μας συνείδηση, αλλά και μας υπενθυμίζει το ρόλο και τη θυσία των λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες. Τόσο στο Αλβανικό μέτωπο, όσο και στα χρόνια της Κατοχής, εκατοντάδες κληρικοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή και όχι μόνο πολέμησαν, αλλά έχυσαν το αίμα τους για την Πατρίδα, θυσιάζοντας τον εαυτό τους, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία του Έθνους.

Δύο και μόνο φράσεις από εγκύκλιο της Ελληνικής Εκκλησίας στα χρόνια εκείνα, αρκούν για να καταδείξουν το φρόνημα και το πνεύμα της: «Ως γνωστόν, το έθνος εκηρύχθη εν επιστρατεύσει… Εις την πρόσκλησιν ταύτην δεν πρέπει να υστερήση ο ιερός κλήρος, ο οποίος εις πάσαν εθνικήν περιπέτειαν πρωταγωνίστησεν».

Η Ορθοδοξία και σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή στάθηκε στο πλευρό του λαού, προκειμένου οι βάρβαροι κατακτητές να μην υποδουλώσουν την ψυχή των Ελλήνων. Δεν ήταν μόνο η ενθάρρυνση και η εμψύχωση των στρατιωτών και οι μάχες στα Αλβανικά βουνά, δεν ήταν μόνο τα συσσίτια, δεν ήταν μόνο το σμίλευμα της ενότητας, δεν ήταν μόνο η συγκράτηση της ταυτότητας, ήταν και η θυσία.

Πολλά τα παραδείγματα απ’ όλες τις Μητροπόλεις της Ελλάδας, αναφέρονται λίγα, τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά. Σ' έναν περιποιημένο τάφο, στο προαύλιο της Παναγίας της Εκκλησίας στο Δελβινάκι, υπάρχει μια λιτή επιγραφή: "ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΟΚΩΝΑΣ - ΕΠΕΣΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ - 25/11/1940". Από το Δελβινάκι η καταγωγή του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Τσοκώνα, που πριν τον πόλεμο ζούσε και ιερουργούσε στη Λευκάδα, όταν ήρθε η ώρα, βρέθηκε με ήρεμο θάρρος μπροστά στη "δοκιμασία" του δικού του εθνικού παρόντος.

Πάνω από τα όνειρά του έβαλε την αξιοπρέπεια της Πατρίδας, και απερίσπαστος, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, έφτασε στο τέρμα, που ήταν η θυσία, ωστόσο την ίδια στιγμή ασπάστηκε την αθανασία. Πέρα από τη νίκη του Έθνους, επιθυμεί διακαώς και την επιστροφή των ανθρώπων στο Χριστό. Ως στρατιωτικός ιερέας του 40ου Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, στυλώνεται ήρωας και πρόμαχος.

Στις 14 Οκτωβρίου του 1940 επισκέφτηκε μονάδα στο Δεσποτικό Ιωαννίνων και γράφει: "Ωμίλησα και πάλιν περί των βαθυτέρων αιτιών της σημερινής πολεμικής θεομηνίας (σ.σ.: είχε ξεσπάσει ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη). Από πνευματικής απόψεως δοκιμάζω πολλούς πειρασμούς. Άλλο όπλο αποκρούσεως δεν έχω, εκτός της προσευχής. Έχω πεποίθηση ότι ο Κύριος δεν θα με εγκαταλείψη, θα με ενισχύση να εξέλθω νικητής εις τον αγώνα αυτόν και να εκπληρώσω το καθήκον μου και την αποστολήν μου".

Ο πόλεμος ξεσπά και στην Ελλάδα με την απρόκλητη επίθεση των Ιταλών. Ο π. Χρυσόστομος στην πρώτη γραμμή άμυνας.Στις 5 Νοεμβρίου του 1940, στο χωριό Δραγωμή, καταγράφει στο ημερολόγιό του: "Από μακριά ακούεται ο βόμβος αεροπλάνων... Ακούονται κατά το Καλπάκιο οι κρότοι των πολυβόλων και των βομβών, που εκρήγνυνται. Δεν πρέπει, όμως, να φοβούμαι, πρέπει να δίνω θάρρος και να ενισχύω τους άνδρας... Ο φόβος άρχισε να μας κυριεύη, αλλά πρέπει να περιμένω τας βόμβας ως δώρα της αγάπης του Χριστού. Δεν έχω αρκετή αγάπη προς τον Χριστόν".

Όμως, έχει πάρει τη γενναία απόφασή του. Αν είναι να πέσει, κρατώντας την ασπίδα του χρέους, ας πέσει. Και έπεσε "υπέρ βωμών και εστιών". Πέρασε απ' το 'να φως, αυτό της υπεράσπισης της πατρώας γης, στ΄ άλλο φως, της αιώνιας ζωής. Και τα βλέφαρά του τα σφάλισε η ηλιαχτίδα της ελευθερίας.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1940, κοντά στο Περιστέρι Ιωαννίνων, τον χτύπησε μια ιταλική βόμβα από αεροπλάνο, ένα βλήμα του έκοψε το πόδι και άλλα 3-4 του τρύπησαν το θώρακα, και σύρθηκε μέχρι το κορμό μιας αγραχλαδιάς, ακούμπησε το κεφάλι του και παρέδωσε το πνεύμα του. Ήταν μόλις 27 ετών. Και έγινε ο πρώτος νεκρός ιερωμένος του πολέμου του '40.

π. Ηλίας Μάκος