Επένδυση ή ξεπούλημα;

on .

Δύο πανηγυρικές εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λίγους μήνες στη γειτονική Ηγουμενίτσα για να γιορτάσει η πολιτική εξουσία της χώρας τη νέα μεγάλη «επένδυση», όπως ονόμασε την παραχώρηση του λιμένα της πόλης και των παρακείμενων σ’ αυτόν χώρων, στην ιταλική εταιρία Γκριμάλντι.

Δεν ξέρω τι εννοούν, επί χρόνια τώρα, οι πολιτικές μας ηγεσίες, όταν παρόμοιες παραχωρήσεις δημόσιων χώρων και έτοιμων επιχειρήσεων που στοίχισαν στο δημόσιο ταμείο αρκετά δισεκατομμύρια, τις πουλάει σε τιμές ευτελιστικές σε ξένους ή ντόπιους ιδιώτες. Όταν στην αρχαιότητα ο Θουκυδίδης διεκτραγωδεί τις   συνέπειες από τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα, αρχίζει την παρουσίασή τους, με την δυσερμήνευτη, για τους πολλούς, φράση, που την θεωρεί την πιο μεγάλη συμφορά, και γράφει: «Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει». Και αυτή, στη γλώσσα μας, σημαίνει: Ακόμα και τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων για τα πράγματα, την άλλαξαν, όπως αυτοί έκριναν, δηλαδή όπως τους βόλευε. 

Όσο, λοιπόν, δυσερμήνευτη είναι αυτή η φράση για τους μη έχοντες την ανάλογη κλασική παιδεία, άλλο τόσο δυσεξήγητο είναι για μας τους απλούς πολίτες να βλέπουμε και να μαθαίνουμε πως εκποιείται -δηλαδή ξεπουλιέται, όσο, όσο- ο δημόσιος πλούτος της χώρας και αυτό το ξεπούλημα κάποιοι να το ονομάζουν «επένδυση». Από τέτοιες «επενδύσεις», επί χρόνια τώρα γέμισε ο τόπος. Ξεπουλήθηκαν αεροδρόμια, λιμάνια, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, πολύτιμοι δημόσιοι χώροι, ακόμα και τα κρατικά λαχεία και αυτό το ξεπούλημα το ονομάζουν «επένδυση». Και το κακό είναι ότι και για το τελευταίο τούτο ξεπούλημα του λιμένα της Ηγουμενίτσας και των παρακείμενων χώρων, αν εξαιρέσει κανείς τη μοναδική και εξόχως τιμητική αντίδραση του αντιπεριφερειάρχη Π.Ε Θεσπρωτίας, Θωμά Πιτούλη, που εξαπέλυσε δημόσια τα καρφιά του, από τους υπόλοιπους τοπικούς παράγοντες και μαζικούς φορείς υπήρξε νεκρική σιγή, που θυμίζει τη φράση του Γρυπάρη στις «Εστιάδες», σύμφωνα με την οποία, από τότε μέχρι και σήμερα βρισκόμαστε σε «βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα μέσα σε μια Πολιτεία κοιμισμένη».

Αυτός δε ο «ωχαδερφισμός» μας είναι εντελώς αδικαιολόγητος αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι για το κατάντημα αυτό του τόπου μας, που το ζούμε εδώ και αρκετές δεκαετίες, μας έχουν προειδοποιήσει έγκαιρα και μάλιστα με πολύ σκληρά και ξεκάθαρα λόγια διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες και κριτικοί και μας κάλεσαν να απαλλαγούμε από τον λήθαργο στον οποίο βρισκόμαστε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε. Με τα ίδια σκληρά λόγια μίλησαν και για τους πολιτικούς μας που είναι βασικά υπεύθυνοι για το κατάντημα αυτό, γιατί, όπως λέει και ο λαός μας «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι».

Μερικές από αυτές τις απόψεις θα παρουσιάσω στο σημερινό μου σημείωμα, σαν μια μικρή και συμβολική αντίδραση για όσα θλιβερά, επί τόσα χρόνια, έχω διαπιστώσει ως απλός πολίτης ότι συμβαίνουν σε τούτο τον δύσμοιρο τόπο.

Ξεκινάω με τον κατά κοινή αποδοχή θεωρούμενο ως ένα από τους σημαντικότερους διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας, τον Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος με το σύντομο αλλά άκρως περιεκτικό έργο του, με τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της Σύγχρονής Ελλάδας» μας καλεί «σε μια εθνική ενδοσκόπηση, κριτήριο της οποίας θα είναι η κατανόηση του πώς φτάσαμε ως εδώ, τι και πώς πετύχαμε σε τι και γιατί αποτύχαμε», και επισημαίνει σχετικά με την «επένδυση» για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, και για όλες τις παρόμοιες της εποχής του, τα ακόλουθα:

«Είμαστε ένας λαός ο οποίος έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του ως γένος περιούσιο και ως άλας της γης, και αρνείται να βάλει με το νου του ότι μπορεί να κάνει ο ίδιος κάτι τόσο εξευτελιστικό, όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερα. Δημιουργήθηκε έτσι μια ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια. Η ίδια σχιζοφρένεια διέπει και τη συμπεριφορά των κομμάτων την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους». Αν βέβαια ζούσε σήμερα, είμαι βέβαιος ότι θα διαφοροποιούσε το σκεπτικό της αιτιολογίας αυτού του ξεπουλήματος και θα έγραφε, για να εκθρέψουν αυτό το σπάταλο και ατελέσφορο κομματικό κράτος. Πάντως, ανεξάρτητα από την αιτιολογία που επικαλείται, με την οποία κάποιος μπορεί και να διαφωνήσει οι χαρακτηρισμοί του για το ξεπούλημα της εποχής του εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, ανεξάρτητα από το πώς βολεύει κάποιους να τους αποκαλούν.

Συνεχίζω με ένα άλλο διανοητή της εποχής μας το συνταγματολόγο καθηγητή και πολιτικό Δημήτρη Τσάτσο, ο οποίος επί δεκαετίες ολόκληρες ,με τσουχτερά άρθρα του στον αθηναϊκό τύπο, αρκετά από τα οποία συμπεριέλαβε στο περισπούδαστο βιβλίο του «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΜΗ», στέλνει προς όλες τις κατευθύνσεις ηχηρά μηνύματα για όσα συμβαίνουν στον τόπο μας, με την επισήμανση ότι αυτά οφείλονται βασικά στο γεγονός της βαθιάς κρίσης που διέρχεται ο πολιτικός λόγος• και αυτή η κρίση συνεπάγεται τελικά την άλλη βαθιά κρίση που περνά η σχέση του πολίτη με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, καθώς η τελευταία, με όλα τα μέσα, ακόμα και με καλπονοθευτικά συστήματα, που μετατρέπουν τη μειοψηφία σε πλειοψηφία, καταργώντας στην ουσία τη λαϊκή κυριαρχία που είναι κατά το Σύνταγμα το θεμέλιο του πολιτεύματος, εξασφαλίζει, με την ανοχή όλων μας, το πολιτικό κατεστημένο των λίγων με την πολλή δύναμη.

Εδώ, κατά τη γνώμη του, οφείλονται τα δεινά τα οποία διεκτραγωδεί στο βιβλίο του, στο οποίο γράφει: «Τα πάντα, μα τα πάντα παραλειτουργούν. Δεν λέω υπολειτουργούν, λέω παραλειτουργούν. Μιλάμε για μια Πολιτεία (με τον όρο Πολιτεία εννοεί πολιτικούς και πολίτες), ζούμε ένα θέατρο παραλόγου, στο οποίο -έστω και παθητικά- παίζουμε όλοι μας, ακόμα και ως κομπάρσοι». Αυτά δε που επισημαίνει και που πράγματι συμβαίνουν, είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που ισχυρίζονται οι πολιτικοί μας και αυτό, κατά τον Τσάτσο, οφείλεται στη βαθιά κρίση που περνάει ο πολιτικός λόγος.

Ο τρίτος διανοητής με τον οποίο θα κλείσω αυτό το σημείωμα, είναι ο διεθνούς φήμης Έλληνας καθηγητής Βασίλειος Μαρκεζινής που είναι βαθύς γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής μας και με το βιβλίο του «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ», γραμμένο πριν 12 μόλις χρόνια, προχωράει ακόμα πιο πέρα και αποδίδει όλα τα κακώς έχοντα στον τόπο μας διαχρονικά στην πολιτική και ηθική διαφθορά, με την επισήμανση της οποίας αρχίζει και τελειώνει το βιβλίο του. Ξεκινάει με αυτά που διαπιστώνει ο Παπαδιαμάντης ότι συμβαίνουν στην Ελλάδα της εποχής του, πριν από 130 χρόνια: «Το τέρας το καλούμενον επιφανής -γράφει και εννοεί τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του- τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού».

Μεταφέρεται, στη συνέχεια, ο συγγραφέας στη εποχή μας για να τονίσει πως: «Μπορεί στην ελληνική πραγματικότητα να λείπουν οι καταδίκες υπό νομική έννοια, αλλά στο νου του ευρύτερου κοινού είναι πλήρως εδραιωμένη η πεποίθηση περί οικονομικής και ηθικής διαφθοράς».

Παραθέτει στο τέλος τα αποτελέσματα της έρευνας που διενήργησε στην Ελλάδα το τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα τη Διαφθορά στην Ελλάδα, σύμφωνα με την οποία «η διαφθορά θεωρείται το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας». Με αφορμή αυτές τις διαπιστώσεις ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ηθική διαφθορά πολλών πολιτικών έχει οδηγήσει την πλειοψηφία των Ελλήνων σε μια γενικευμένη απαξίωση του πολιτικού κόσμου», και πως «χρειάζεται μια ουσιαστική πνευματική αναγέννηση, την οποία δεν θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε, εάν, κατ’ ανάγκην, δεν οδηγήσουμε στη μαζική συνταξιοδότηση του πολιτικού κόσμου ο οποίος έκανε το κράτος μας να γονατίσει, μας ώθησε σε τέτοια βάθη και εξακολουθεί να αποτελεί το πελατειακό και κομματικό κατεστημένο, που τόσα δεινά επισώρευσε στον τόπο μας».

Μας λέει, με απλά λόγια, πως με το υπάρχον πολιτικό σύστημα, όπως λειτουργεί, και με το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, όπως συμπεριφέρεται, δεν υπάρχει καμιά διέξοδος. Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα.