Βουκολικά συνοικέσια εκείνα τα χρόνια…

on .

 Υπηρετούσα, ως Αγροτικός γιατρός, στον Υγειονομικό Σταθμό Μετσόβου πριν χρόνια.  Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα αλλά και τα σταθερά λίγα. 

Ήρθε κάποιος και μου λέει: «Θα πας στο σπίτι του μπάρμπα-Χρήστου, μένει κοντά στο τάδε μέρος. Σπρώξε την πόρτα γιατί δεν ακούνε οι γέροι». 

Πάω κι εγώ, βρήκα το σπίτι, χτύπησα την πόρτα, δεν αποκρίθηκε κανένας, σπρώχνοντας μπήκα μέσα.

Το σπίτι, όπως ήταν τότε τα σπίτια της εποχής εκείνης. Στη μέση η Βάτρα (Τζάκι) με πέτρινο μπουχαρέ, με τον μπερντέ τυλιγμένο, απ’ εδώ κι εκεί τα παραδοσιακά μπάσια, στρωμένα με τα ωραία Μετσοβίτικα υφαντά από τον αργαλειό -που ήταν ακόμα στημένος κοντά  στο παράθυρο- και στους τοίχους οι μπάντες και τα μαξιλάρια με τα όμορφα υφαντά, που θαυμάζουν  οι επισκέπτες του Μετσόβου.

Κοιτάζοντας στο αριστερό μπάσι έμεινα έκθαμβος με το σκηνικό που αντίκρισα και που θα μου μείνει αξέχαστο όσα χρόνια κι αν περάσουν. 

Αν είχα φωτογραφική μηχανή θα το αποθανάτιζα, γιατί πιστεύω ότι και ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν θα  πετύχαινε αυτή τη σκηνή.

Φανταστείτε τον μπάρμπα-Χρήστο ξαπλωμένο στο μπάσι με δύο μαξιλάρια στην πλάτη του, να είναι πιο ψηλά, ψηλός, αδύνατος, με ένα πρόσωπο μελαγχολικό, ρεμβώδες, χλωμό, που το λιγοστό φως του ήλιου που έμπαινε από τα θαμπά τζάμια, το έκαναν πιο έντονο, δύο μεγάλα μάτια και κούτελο πλατύ, με λιγοστή αραιή  γενειάδα, ένα πρόσωπο λες και κατέβηκε κάποιος Άγιος από το εικονοστάσι.

Στο πλευρό του η κα Χάιδω,  η γυναίκα του, ντυμένη με τη Μετσοβίτικη φορεσιά με το «κλειστό» και τη φούστα την μάλλινη και την κεντητή ποδιά (την κεντημένη σου ποδιά μωρ’ βλάχα) είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του και  με το χέρι τον  αγκάλιαζε.

Φωνάζω: Κυρά Χάιδω, και στο άκουσμα ανασηκώθηκε, σκουντώντας τον μπάρμπα-Χρήστο: Ε, Χρήστο «σκουάλα» (σήκω) βίνι γιάτρουλου (ήρθε ο γιατρός).

-Τι έπαθε, απευθύνθηκα στην κα Χάιδω, ο μπάρμπα-Χρήστος;

-Γιάτρε, ο μπάρμπα-Χρήστος διάβηκε τα ενενήντα και πεντέξι χρονάκια παραπίσω, τί να πάθ’; Γεράματα έχ(ει). 

Εγώ σε πήρα να’ ρθ’ς να μ’ πεις πότε θα φύγ’(ει) δεν έχει χαϊρ’(ι) το βλέπω, αλλά ισύ σαν γιατρός θα μ’ πεις καλύτερα να ετοιματούμι. 

Αλλά να μην πουν κι οι άλλοι δεν πήρα  γιατρό!!!  Να μη μας γελάει κι’ ο  κόσμος…

Μη του κάν’ς τίποτα, τί να τ’ καν’ς; ζωή θα τ’ βάλ(ει)ς; 

Άσε το μπάρμπα-Χρήστο και έλα  να σ’ βάλω κά’να  τσιπράκ(ι) και τυράκ(ι) απ’ το δικό μας και ψωμί στη μασίνα ψημένο  και να πας στο καλό. Εξέτασα τον μπάρμπα-Χρήστο αλλά η κα Χάιδω με πρόφτασε, είχε κάνει τη διάγνωση πριν από μένα.

Κάθισα κι εγώ  στο σκαμνί γύρω από την τάβλα, και παρατήρησα το σπίτι γύρω - γύρω. Είδα στον θαμπό καθρέφτη παλιές φωτογραφίες των γερόντων: ένα πολύ όμορφο ζευγάρι, σε νεαρή ηλικία, στον αρραβώνα, στο γάμο, σε πανηγύρια, σε γάμους και βαφτίσεις των παιδιών…

Κάθισε κι η κα Χάιδω κι άρχισα να την πειράζω πώς παντρεύτηκαν με τον παππού.

-Τον μπάρμπα-Χρήστο που τον βλέπ’ς έτσ’ να τον έβλεπες νέο να μου’ λεγες. Δυο μέτρα άντρας, περπάταγε και «σειούνταν» ο τόπος. Ήταν τσοπάνος, γιατί είχανε πολλά πρόβατα, όπως και οι δικοί μου, έπαιζε με τη φλογέρα κι ανασταίνονταν κι’ οι πεθαμένοι. Αντιλαλούσαν οι ρεματιές, οι λόγγοι,  τα ρουμάνια, μέχρι  το Μαυροβούνι

Το Χειμώνα στα χειμαδιά, τα καλοκαίρια σ’ τσ’ πολ’τσές (Πολιτσιές). 

Στο χωριό κατέβαινε μόνο στις γιορτές τ’ Αϊ Λιός, τσ’ Αγίας Παρασκευής και το Δεκαπενταύγουστο που γίνονταν γλέντια και χοροί. Τον βλέπαμε όλα τα κορίτσια και όλες τον θέλαμαν, αλλά δεν «κοτάγαμε» (τολμούσαμε) από τους γονιούς μας, αυτοί έκαναν τα παντρέματα και για τα πιδιά και για τσ’ κοπέλες. 

Οι γονιοί του Χρήστου κι οι δικοί μ’ είχαν μαζί τα πρόβατα κοντά και μας αρραβώνιασαν δίχως να ξέρουμε.

- Έδωσες προίκα;

-Δώκαμε 50 πρόβατα, 50 λίρες, 1 κριάρι, 1 τράγο, 1 κήπο και ένα λιβάδι γιατί ήμασταν φτωχοί. Οι καημένες οι άσκημες ή αυτές που ήταν κουτσές έδωναν πολλές λίρες 600 - 1000 και 1000 πρόβατα και 500 γίδια που λέει και το τραγούδι. Αλλά και πολλά προικιά, ωραία υφαντά που πριν τον γάμο τα φόρτωναν στα πιδιά και τσ’ κοπέλες και σε μουλάρια και τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. 

Εγώ έμαθα ίσια, αλλά ο Χρήστος όταν ήρθε απ’ τα χειμαδιά του είπαν ότι σ’ αρραβώνιασαν με τη Χάιδω του τάδε.

-Σε ήθελε, τη ρώτησα, σε ήξερε;

-Μόνο μ’ ήξερε, ώρε τ’ γυάλιζ(ε)το μάτ’ τι άμα μ’ έβλεπε, λες τ’ όπεφτα λίγη;

-Τι λες αυτού γιάτρε, όποια κι όποια ήμουν ιγώ; (εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, η βλάχα η παινεμένη…) που λέει το τραγούδι.

Έβαλε κάτι γέλια η κα Χάιδω, με αυτά που μου έλεγε, γιατί ξεχάστηκε με την κουβέντα κι΄ αμέσως:

-Μπρεού!! (πω πω πω) ο παπ’ς πεθαίν’ κι ιγώ χασκογελάω, ωρέ τσι παλιομουλιάρε χίου (τι παλιό γυναίκα είμαι)  και δώστου πάλι γέλια η κα Χάιδω.

-Και πώς τα κατάφερες και τον πήρες, κάτι θα έκανες κι’ εσύ αφού τον ήθελες.

-Να’ σπω ν’ αλήθεια, μου το είπε μια γριά στο φλιτζάν’ ότι «ένας ψηλός χτυπάει την πόρτα», ίσια εμένα ο νους μ’ πήγε στον Χρήστο. Αλλά και σε μία αδελφή του πατέρα μου, της είπα να του πει να με δώσ’ στο Χρήστο. 

Τότε γιάτρε στο χωριό είχαμε και πολλές προξενήτρες -αχ οι ρουφιάνες- όποιος τους έδινε τα περισσότερα εκεί τσ’ πάντρευαν κι ας τους έλεγαν για άλλ’ς. Ήταν κι άντρες προξενητάδες, κι αυτοί το ίδιο έκαναν. 

Ξέρεις πόσες κοπέλες κακοπαντρευτήκανε εκείνα τα χρόνια έχνι παντρέψ’ νιές με γέρους! Έχ(ει)ς ακούσει το τραγούδι:

«Σαράντα πέντε λεμονιές στην άμμο φυτεμένες

νερό τρέχει στη ρίζα τους κι αυτές μαραγκιασμένες

έτσ’ είναι οι νιές ανύπαντρες κι οι κακοπαντρεμένες

Κοιμάται αστρί κοιμάται αυγή δίπλα στο χλεμπονιάρη

Ο Χλεμπονιάρης βήχαγε κι η κόρη αναστενάζει.

-Τ’ έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;

εγώ φλουριά σου έδωσα και σπίτια να καμαρώσεις.

-Φωτιά να πάρουν τ’ άσπρα σου και φλόγα

 τα φλουριά σου

εγώ θέλω τ’ αϊτέρι μου να παίξω να γελάσω»!!!

Για τις προξενήτρες το τραγουδάγαμε αυτό το τραγούδι που έκαναν ματσιαλτούργια (ανακατέματα) με τις προξενιές. Τώρα ακούς όλο ‘’θέρο’’ και ‘’θέρο’’ (έρωτα) τα κοπέλια. Τότε δεν ξέραμε  από ‘’θέρο’’. Μόνο στο νου μας  ήταν ο ‘’θέρος’’.

Εκείνα τα χρόνια κλέβονταν κιόλας, άλλες κοπέλες γιατί θέλονταν και οι δυό κι ‘ άλλες με το ζόρι. Αυτές τσ’ έπαιρναν και πάιναν στα Γιάννινα, στα Γρεβενά, στα Τρίκαλα, τσ’ γύριζαν (χαλασμένες) και παντρεύονταν θέλοντας και μη. 

Έτσ’ παρθήκαμε εγώ κι ο Χρήστος που βλέπ’ς τώρα εκεί ετοιμοθάνατο. Ήμασταν νέοι, δουλέψαμε, κάναμε καλή φαμίλια, τώρα ήρθε η ώρα να πάμε ώρα καλή.

Φεύγοντας χαιρέτησα την κα Χάιδω που ήξερα ήταν «χωρατατζού», και συγκρατώντας εκείνο το σκηνικό με τους δυο αυτούς γέροντες είπα ότι κάποια μέρα τους το χρωστάω, θα γράψω την ιστορία τους.

 Μετά από λίγα χρόνια πέθανε και η Κυρά Χάιδω. Πολύ στεναχωρήθηκα που δεν με φώναξαν πριν πεθάνει, όπως με φώναξε κι εκείνη για τον μπάρμπα-Χρήστο και μου είχε πει: Να μην ειπεί και ο κόσμος ότι δεν πήρα γιατρό!!!                      

 Αιωνία τους η μνήμη