Εν ζωή η τιμή!

on .

 Δεν ξέρω τι γίνεται στις άλλες χώρες και τι κάνουν οι άλλοι λαοί σε ανάλογες περιπτώσεις, ξέρω όμως καλά και το ξέρουμε όλοι στην Ελλάδα, ότι εδώ τις τιμές, την αναγνώριση και τις δόξες τις αποδίδουμε στους άξιους κυρίως μετά το θάνατό τους!

Τότε τους απευθύνουμε μεγάλα λόγια, τότε τους  κάνουμε ανδριάντες και προτομές και αγάλματα,  τότε θυμόμαστε πόσο σπουδαίοι άνθρωποι υπήρξαν και πόσα και τι έχουν προσφέρει εκείνοι στον Τόπο και στους συμπολίτες. Τότε, λοιπόν, μετά θάνατον, αποδίδουμε στους  μεγάλους πολίτες το ...χρέος 

της τιμής και της ευγνωμοσύνης προς αυτούς. Κατά το θάνατό τους,   συνήθως κάνουμε ψηφίσματα κενά περιεχομένου, λέμε κούφια λόγια, στεφάνια πολλά και… είμαστε και ευχαριστημένοι, γιατί …κάναμε το χρέος μας προς αυτούς!

Πριν όμως φτάσουμε εκεί και ενώ οι σημαντικοί αυτοί άνθρωποι ζουν ανάμεσά μας, εμείς τους έχουμε ήδη ξεχάσει. Επειδή άδειασαν οι καρέκλες τους, από τα γνωστά τους στέκια της πόλης μας π.χ. και κατελήφθησαν από άλλους νεότερους, όπως είναι φυσικό άλλωστε κι εκείνοι έχουν διακριτικά παραμείνει στην οικογενειακή και προσωπική τους γωνιά, αυτό καθόλου δεν θα πει, ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν ακόμα να φωτίσουν, να δώσουν από τη σοφία τους, από την εμπειρία τους, από το ακένωτο των γνώσεών τους, αν δεν τους είχαμε ΞΕΧΑΣΕΙ. 

Ο Θεόδωρος Γεωργιάδης

Αυτές τις μελαγχολικές σκέψεις κάνω, σήμερα, καθώς, σε λίγο θα σηκώσω το τηλέφωνο και θα συνομιλήσω  με το φίλο μου, το γιατρό, Δήμαρχο, βουλευτή, τον αξιότιμο κύριο Θεόδωρο. Με  τιμά  και χαίρομαι τόσο πολύ αυτή τη φιλία!  Γιατί, απολαμβάνω και χαίρομαι την υπέροχη   προσωπικότητα αυτού του ανδρός, την  …ελεφάντινη μνήμη του, την κοφτερή του κρίση, την έμφυτη δικαιοσύνη του και λυπάμαι πολύ γιατί  οι συμπολίτες μας  ακροατές του ραδιοφώνου,  οι τηλεθεατές των καναλιών μας, οι αναγνώστες των εφημερίδων μας, δεν γίνονται κοινωνοί   αυτών των σκέψεων, των γνώσεων, της εμπειρίας, των αναμνήσεων της κρίσης και των αξιών της ζωής μέσα απ’ αυτόν τον ακένωτο πλούτο του κυρίου Γεωργιάδη, όσο ακόμη είναι ανάμεσά μας  και  παρακολουθεί  μέσα από τη μοναξιά της λατρεμένης του οικογένειας  τη ζωή της πόλης μας,  της χώρας και όλων μας. Και θα είχε τόσα να πει για το κάθε τι. Και  από κει, από τη γωνιά του, χαίρεται και λυπάται. Και κρίνει και αξιολογεί.

Ο Τάσος Παπασταύρος

Πριν λίγο καιρό, στο «Ήπειρος TV1» και θέλω από την καρδιά μου να το συγχαρώ, όπως και τον εξαίρετο παρουσιαστή Ηλία Γκαρτζονίκα που έκανε την επαναληπτική αυτή εκπομπή  με το μεγάλο μας βάρδο, «μύστη» και δημιουργό, αρχιτέκτονα, Δήμαρχο, συγγραφέα, ιδρυτή ιδιωτικού  Μουσείου, τον πολυτάλαντο και πανάξιο συμπολίτη μας κύριο Τάσο Παπασταύρο, να συνομιλεί για τα περίφημα βιβλία του, μέσα από τα οποία περνάει όχι μόνον η δική μας ιστορία και της στενής μας πόλης το… χρονικό, αλλά  ολόκληρης  γενιάς ιστορία, πολιτισμός, προσωπικότητες που πέρασαν ή που συνδέθηκαν με τα Γιάννενά μας, την πόλη των Γραμμάτων αλλά και των θρύλων.

Και έτσι που έβγαινε ο λόγος του Τάσου Παπασταύρου για  όλα αυτά, ήταν ο λόγος του τόσο απλός και τόσο φυσικός και σεμνός, σα να μην έκανε κάτι μεγάλο και σπουδαίο, αλλά, σα να ήταν όλο αυτό το  τεράστιας αξίας συγγραφικό έργο ένα… καθήκον του, υποχρέωσή του, δουλειά του, καθημερινότητά του! Και σκέφτηκα, πόσο μεγάλος είσαι και πόσο ξεφεύγεις από τα δικά μας  μέτρα, αγαπημένε, εκλεκτέ και απόμακρέ μου φίλε Τάσο Παπασταύρο!

Υπήρξες πάντοτε, σαν όλους τους μεγάλους δημιουργούς, οραματιστής του καλύτερου αύριο της πόλης μας και των ανθρώπων της, στηριγμένο πάντα στην πλήρη γνώση του χτές.  Γι’ αυτό μας γνώρισες το χτες μέσα από τα βιβλία σου και από το Μουσείο  σου, χωρίς να τσιγκουνευτείς ούτε χρόνου, ούτε κόπου, ούτε χρήματος.

Το Μουσείο του είναι μια άλλη τεράστια προσφορά στην πόλη μας και φοβάμαι  ότι ελάχιστοι  γιαννιώτες το ξέρουν και το έχουν επισκεφτεί. Επειδή όμως, μέσα σ’ αυτούς ανήκω κι εγώ και ντρέπομαι πάρα πολύ γι’ αυτό, υπόσχομαι να το επισκεφτώ άμεσα και να σας το μεταφέρω, μέσω  της εφημερίδας μας, του «Π.Λ.», με ολόκληρο ρεπορτάζ. Πάντως, σας πληροφορώ ότι το Μουσείο του Τ. Παπασταύρου βρίσκεται  στην οδό Δοσίου 1.

  Με το παραπάνω άρθρο μου αναφέρομαι σε δυο μονάχα παραδείγματα σημαντικών ανθρώπων της πόλης μας, τους οποίους μπορούμε ακόμα και να χρησιμοποιήσουμε και να αποδώσουμε τις τιμές που τους αξίζουν αναγνωρίζοντας το έργο τους και για να αισθανθούμε λιγότερες ενοχές για το ανόητο και άπρεπο Ελληνοπρεπές ιδίωμα της αναγνώρισης και των τιμών μετά θάνατον.