Η Εθνική Αντίσταση και ο πνευματικός κόσμος…

on .

Πέντε μήνες μετά την επίσημη κατοχή στη χώρα μας αρχίζει με επίκεντρο την Αθήνα η ενιαία Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων. Μορφή Αντίστασης ήταν, χωρίς αμφιβολία και η στάση την οποία τήρησε η νεολαία της χώρας μας και ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού κόσμου.

 Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, με πρωτοπόρους τους φοιτητές του Πανεπιστημίου, ξεχύνονται στους δρόμους της Αθήνας, ιδιαίτερα κατά τις εθνικές μας επετείους. Οι εκδηλώσεις αυτές κορυφώνονται ανήμερα την 25η Μαρτίου του 1942. «Την ημέρα εκείνη -όπως αναφέρει ο Ελύτης στο Άξιον Εστί- νωρίς βγήκανε κατά μπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά, σαν σημαία, οι νέοι μετά πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες».

Ταυτόχρονα όμως, κοντά στους νέους, με την ίδια «αφοβιά», μέσα στην αίθουσα των Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο καθηγητής Διονύσιος Ζακυθηνός, εκφωνώντας τον «προσήκοντα λόγον», θα καταλήξει:

«Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο

και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε,

που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδ’ ως τώρα

είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα,

όμοια βαθύ εν’ ανέβασμα μας μέλλεται

προς ύψη ουρανοφόρα».

Και λίγους μήνες αργότερα, το Φλεβάρη του 1943, που έφυγε από τη ζωή ο Κωστής Παλαμάς, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο Α’ Νεκροταφείο για το ύστατο χαίρε στο μεγάλο ποιητή, ταυτόχρονα όμως να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα, με ζωντανή την παρουσία του πνευματικού κόσμου της χώρας.

Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν το βαθύτερο νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, οι κατοχικές αρχές με επικεφαλής τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό Κων/νο Λογοθετόπουλο εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία, για να αναγκάσουν τον Κων/νο Τσάτσο να δηλώσει: «Ποιος τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουνε με την παρουσία τους τη λειτουργία μας».

Ακολούθησε, σε ένα κλίμα εθνικού ενθουσιασμού ο ποιητικός λόγος του Σικελιανού, με την πατριωτική πρόσκληση:

«Ηχήστε οι σάλπιγγες, βογκήστε τύμπανα πολέμου!

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς

ξεδιπλωθείτε στον αέρα!».

Αυτόν τον εθνικό παλμό της Αθήνας οι νέοι των Ιωαννίνων, με την παρουσία και τη συγκατάθεση του πνευματικού κόσμου της πολής, θέλησαν να τον μεταφέρουν στα Γιάννινα, οργανώνοντας τον Αύγουστο του ίδιου έτους, κάτω από το πέλμα δυο κατακτητών, φιλολογικό μνημόσυνο, με θέμα «Ο Παλαμάς και η Ήπειρος». Προφανής ο σκοπός αυτός της εκδήλωσης, καθώς η ομιλία έκλεισε με τη υποθήκη του ποιητή:

«Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα 

Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

Και την ίδια χρονιά, από τον ίδιο κύκλο των νέων της πόλης των Ιωαννίνων ξεκίνησε η έκδοση του περιοδικού «Ηπειρωτικά Γράμματα», στη συντακτική επιτροπή του οποίου μετείχαν εκπρόσωποι της τότε πνευματικής ηγεσίας της πόλης: Δυο Γυμνασιάρχες, ο Χρίστος Σούλης και ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Δημήτρης Σιωμόπουλος, ο Δημήτρης Σαλαμάγκας και ο Αθανάσιος Γιάγκας και ο Λ. Βρανούσης, με εργασίες που πρόσφεραν ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, ο Γιώργος Σούλης, ο Τάσος Τασούλας, ο Γιάννης Δάλλας και η Αύρα Μιράντα.

Ο σκοπός του περιοδικού, η ύλη του οποίου περνούσε από λογοκρισία, ήταν ολοφάνερος για όσους μπορούσαν να τον αντιληφθούν: Ήθελε να τονώσει τους νέους στον αγώνα κατά του κατακτητή και, προπαντός, να στηλιτεύσει τους συνεργάτες του. Το περιεχόμενό του, αθώο φαινομενικά, περνούσε τα μηνύματα στους αναγνώστες. Έπρεπε όμως να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για να περάσει από τη λογοκρισία. Επιστρατεύθηκε λοιπόν ένας απλός μύθος του Αισώπου, με τον τίτλο: «ΔΡΥΟΤΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΥΣ», που έλεγε: «Δρυοτόμοι δρυν έσχιζον• η δε έφη• ου τοσούτον τον κόψαντά με πέλεκυν μέμφομαι, όσον τους εξ εμού φύντας σφήνας..». 

Ο μύθος πήρε την παρακάτω ποιητική μορφή από το νεαρό ποιητή Λέανδρο Βρανούση, όπως τον βλέπετε στην παρατιθέμενη εικόνα. Δημοσιευμένος στο περιοδικό, πέρασε απαρατήρητος από τη γερμανική λογοκρισία. Όσοι όμως τον διάβασαν τότε κατάλαβαν ότι « η γριά βαλανιδιά» του μύθου ήταν η σκλαβωμένη Ελλάδα που καταριόταν τα ανάξια τέκνα της, δηλαδή τους συνεργάτες των κατακτητών.

Ήταν κι αυτός ένας τρόπος αντίστασης και με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αντιδράσει και αντέδρασε ένα μέρος της πνευματικής ηγεσίας του τόπου.