«Έχει μπάρμπα στην Κορώνη»…

on .

Μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής ζωής του τόπου μας είναι χωρίς αμφιβολία το περιβόητο ρουσφέτι. Από την τουρκική λέξη «rüşvet», που σημαίνει «δωροδοκία», η λέξη ρουσφέτι αναφέρεται στην πρακτική της -συνήθως αναξιοκρατικής- εύνοιας κάποιων ατόμων σε βάρος άλλων, ενίοτε με σκοπό την εξαγορά υπηρεσιών.  «Ων ουκ έστιν αριθμός» τα παραδείγματα και ως εκ τούτου η αναφορά τους κρίνεται περιττή. Σχετικές έννοιες στην καθομιλούμενη το «μέσον», το «βύσμα», η «άκρη», το «δόντι», η «γνωριμία», το «γλείψιμο», οι οποίες αναφέρονται στο άτομο το οποίο έχει την δυνατότητα να κάνει την χάρη. Ενώ το γνωστό μας «φακελάκι» είναι ελαφρώς συγγενική έννοια που αναφέρεται στο ποσό που ανταλλάσσεται κατά τον χρηματισμό παρόχων υπηρεσιών με σκοπό την ευνοϊκή μεταχείριση (σύνηθες πιο πολύ στον χώρο τις ιατρικής περίθαλψης).

Ως πρακτική η οποία παραβιάζει κανόνες ισότητας, ισονομίας, αξιοκρατίας και αμεροληψίας -εκφρασμένοι και από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα- το «φακελάκι» θεωρείται καθαρά αντιδεοντολογική πράξη διαφθοράς και στις πλείστες των περιπτώσεων είναι παράνομη. Είναι συνεπακόλουθο πως το ρουσφέτι ακολουθεί πρακτική δύο μέτρων και δύο σταθμών ή και υποκρισίας. Το κωμικοτραγικό είναι ότι στη χώρα μας η πρακτική είναι αντισυνταγματική σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του Ελληνικού Συντάγματος που επιβάλλουν ισονομία, αξιοκρατία και αμεροληψία: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». 

«Έχει μπάρμπα στην Κορώνη» λέμε και με την παροιμιώδη, πλέον, αυτή φράση εννοούμε την επιστράτευση θεμιτών και αθέμιτων μέσων για την στήριξη κάποιου, συνήθως σε θέση ευθύνης. Είναι άξιο ενδιαφέροντος, νομίζω, να παρακολουθήσουμε πώς ξεπήδησε ιστορικά το διαχρονικό αυτό σύμβολο του μέσου και της διαπλοκής. Παρά το γεγονός ότι η καταγωγή της φράσης χάνεται στα βάθη του χρόνου και φιλολογική συναίνεση δεν υπάρχει (υπάρχουν αρκετές εκδοχές για το πώς βγήκε), οι περισσότερες συμφωνούν στην εποχή – 19ος αιώνας – και στο προφίλ του πρωταγωνιστή – ένας ισχυρός άνδρας από την Κορώνη. 

Ο θρύλος, λοιπόν, θέλει τη γέννησή της στα ταραγμένα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους. Και αφορούσε σε κανέναν άλλο παρά στον δήμαρχο της Κορώνης, Γεώργιο Μπάστα. Ο Μπάστας ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πήρε μέρος στις πολεμικές και πολιτικές κατόπιν περιπέτειες του 1821 και μετά την απελευθέρωση βγήκε τοπικός άρχοντας στην Κορώνη. Δήμαρχος εκλέχτηκε στις τρίτες αυτοδιοικητικές εκλογές του τόπου μας, τις δημοτικές του 1847 (16-22 Ιανουαρίου 1847), μια αναμέτρηση που συνοδεύτηκε από βία, συμπλοκές, επιθέσεις και φυλακίσεις. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους όμως ήταν να γίνουν βουλευτικές εκλογές από την κυβέρνηση Κωλέττη, κι έτσι ο Μπάστας παραιτείται από τοπικός άρχοντας για να κατέβει στον κατεξοχήν πολιτικό στίβο και να εκλεγεί τελικά βουλευτής Κορώνης.

Μόνο που ο δημαρχιακός θώκος θα έμενε ορφανός, κι έτσι είπε να κάνει τα πάντα για να στέψει τον ανιψιό του Κώστα Δαρειώτη δήμαρχο. Ο θείος, ο μπάρμπας, τον στήριξε με ό,τι μέσο μπορούσε να μεταχειριστεί. Όταν είδε πως τα ρουσφέτια και οι προεκλογικές υποσχέσεις δεν έπιαναν, έστειλε ένα πολεμικό πλοίο να δέσει στο λιμάνι της Κορώνης ασκώντας λίγη περισσότερη πίεση στους Κορωναίους. Και για να έχει το κεφάλι του ήσυχο για την εκλογή του ανιψιού, έβαλε να νοθεύσουν και τους εκλογικούς καταλόγους, προσθέτοντας ονόματα βρεφών και εκλιπόντων! Με τόση μεθόδευση, ο Δαρειώτης εκλέχτηκε δήμαρχος αφήνοντας παρακαταθήκη τη  χαρακτηριστική φράση. Το όνομα του Δαρειώτη εμφανίζεται μάλιστα και σε μια δεύτερη δημοφιλή εκδοχή, κατά την οποία όταν έγινε πρωθυπουργός ο Κουμουνδούρος και ο Δαρειώτης βγήκε βουλευτής της περιοχής, άρχισε μια ομοβροντία περίεργων διορισμών Κορωναίων σε κρατικές θέσεις.

Ως μεταπολεμική, αλλά  και «μεταπολιτευτική» πρακτική το ρουσφέτι, έχει στις μέρες μας αναχθεί σε «επιστήμη». Ο κομματισμός, ο οποίος έχει αλώσει κάθε τμήμα και έκφανση της ελληνικής κοινωνικής ζωής, κάθε κύτταρό της, εκείθεν της «μεταπολίτευσης»,  συνιστά το κυριότερο αίτιο αυτού του επαίσχυντου, ως πλέον αναξιοπρεπούς, τρόπου συναλλαγής. Το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» της μεταπολεμικής κοινωνικής ζωής, αντικαταστάθηκε από το «πιστοποιητικό κομματοφροσύνης» κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και εντεύθεν. Διαβατήριο για την είσοδο στο Δημόσιο -και μετά τα Μνημόνια, που στέρεψαν οι αθρόοι διορισμοί στο Δημόσιο για την αναζήτηση εργασίας, δυστυχώς, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα (σε ένα μεγάλο μέρος του τουλάχιστον)- η συγκατάθεση των τοπικών κυβερνητικών βουλευτών (τα Γραφεία τους δίκην ιατρικών προθαλάμων δεν χάνουν ποτέ την «πελατεία»), αλλά και των τοπικών, αυτοδιοικητικών παραγόντων. 

Μια επαίσχυντη συναλλαγή, ένα παράνομο και ανήθικο αλισβερίσι, με το αζημίωτο πάντοτε ένθεν κακείθεν. Έτσι εξηγούνται και οι λογής «καθεστωτισμοί» σε κεντρικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο εξουσίας.  Οι πρόσφατες αποκαλύψεις από τον Τύπο για το τεράστιο σκάνδαλο στο ΙΚΥ, στο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (!!!) παρακαλώ, το οποίο υποτίθεται υπάρχει για να προάγει την αριστεία σε μια συντεταγμένη πολιτεία, σε μια χώρα που χειμάζεται από τους ανικανομέτριους (επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της «έβαλαν χέρι», σύμφωνα πάλι με αδιάσειστα στοιχεία του Τύπου, ακόμη και στον ΑΣΕΠ (θα τρίζουν, φαντάζομαι, τα κόκαλα του Πεπονή), διαρρέοντας από τα μέλη των διορισμένων Διοικήσεων στους «ημέτερους» τα θέματα των κατά καιρούς προκηρυσσόμενων διαγωνισμών, δεν εγείρουν απλώς προβληματισμό σε κάθε αξιοπρεπή πολίτη, αλλά τρομάζουν. Αλλά, πού να βρεις χώρο ή τομέα κοινωνικό, εκπαιδευτικό, οικονομικό,  που να μην χρειάζεται η «διαμεσολάβηση», προκειμένου να συμβεί το αυτονόητο σε μια οργανωμένη κοινωνία, η αξιοκρατική και νόμιμη  εξυπηρέτηση του πολίτη.

Η Δικαιοσύνη, εκ του Συντάγματος βασικός πυλώνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ή σφυρίζει αδιάφορα ή όταν επιλαμβάνεται βρίσκει χίλιους τρόπους να συγκαλύπτει, προκειμένου οι λειτουργοί της «να μη τα χαλάσουν» με την εξουσία. Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά και μάλιστα άμεσα, αυτή η χώρα θα κολυμπάει στη μετριότητα, με τα κεφάλια όσων εξέχουν να γίνεται προσπάθεια αποκεφαλισμού τους ή αναγκαστικού διωγμού τους στο εξωτερικό, εκεί που βρίσκεται η αφρόκρεμα των πάνω από τριακόσιες χιλιάδες νέων επιστημόνων μας, με το διατυμπανιζόμενο κάθε τρεις και λίγο «μπρέιν ντρέιν» να είναι απλά προεκλογική υπόσχεση ή όποια πρόσκληση επιστροφής να αφορά απαραίτητα τα «δικά μας παιδιά».

«Οι έσχατοι», λοιπόν, για να αντιστρέψουμε το νόημα της γνωστής ευαγγελικής ρήσης, με το γνωστό «σπρώξιμο» του… μπάρμπα, «έσονται πρώτοι»...