UNESCO και διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς…

on .

Με αφορμή την ένταξη του Ζαγορίου στον Κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, στην κατηγορία των πολιτισμικών τοπίων παρουσιάζεται η ευκαιρία να γίνει ευρύτερα γνωστός ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η Ουνέσκο στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η UNESCO αποτελεί έναν εκπαιδευτικό, επιστημονικό και πολιτιστικό οργανισμό που ιδρύθηκε το 1945 (Διάσκεψη του Λονδίνου, 1-16 Νοεμβρίου) με τη συμμετοχή εκπροσώπων από 44 χώρες. Αντικειμενικοί σκοποί του οργανισμού είναι η προώθηση της ειρήνης και της συνεργασίας

μεταξύ των κρατών ώστε να εξασφαλίζεται η δικαιοσύνη, η έννομη τάξη, ο σεβασμός των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, γλώσσας ή θρησκείας, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται και στις έννοιες του διαπολιτισμικού διαλόγου, της πολιτιστικής πολυμορφίας και της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Στον τομέα του πολιτισμού, οι δράσεις της Ουνέσκο επικεντρώνονται  στην πολιτιστική ανάπτυξη, στην προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού και στην προστασία και αξιοποίηση της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Τί σημαίνει, όμως, ο όρος πολιτιστική κληρονομιά; Η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς περιλαμβάνει αρκετές κατηγορίες. Μια κατηγορία είναι η υλική κληρονομιά η οποία περιλαμβάνει την κινητή πολιτιστική κληρονομιά (π.χ. πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά), την ακίνητη (π.χ. μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι) και την υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά (π.χ. ναυάγια, ερείπια πόλεων). Μια δεύτερη κατηγορία είναι η άυλη κληρονομιά που εμπεριέχει τις προφορικές παραδόσεις, τις παραστατικές τέχνες και τις τελετές. Η τρίτη είναι η φυσική κληρονομιά που αναφέρεται σε φυσικούς χώρους με πολιτιστικές πτυχές, όπως φυσικά τοπία και φυσικούς, βιολογικούς ή γεωλογικούς σχηματισμούς. Παράλληλα, ένα είδος κληρονομιάς αποτελεί και η πολιτιστική κληρονομιά σε περιόδους ενόπλων συρράξεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουνέσκο σχεδόν από την αρχή της λειτουργίας της έχει προβεί διαχρονικά -και συνεχίζει έως και σήμερα- σε μια σειρά από κανονιστικές δράσεις που αποσκοπούν στην εκπλήρωση των στόχων της. 

Οι καταστροφικές συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πεδίο της πολιτισμικής κληρονομιάς, πυροδότησαν τις διαδικασίες για την πραγματοποίηση και υιοθέτηση της σύμβασης της Χάγης του 1954. Όπως επισημαίνεται στο προοίμιο της συμβάσης του 1954 “…καταστροφή των πολιτιστικών αγαθών οποιουδήποτε λαού συνιστά καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας, καθώς κάθε λαός ξεχωριστά συμβάλλει στη δημιουργία του παγκόσμιου πολιτισμού…”. Η σύμβαση προβλέπει την προστασία και τον σεβασμό των πολιτιστικών αγαθών σε περιπτώσεις ενόπλων συρράξεων, αλλά και εν καιρώ ειρήνης και υιοθετήθηκε, παράλληλα, με ένα πρωτόκολλο απαγόρευσης εξαγωγής των πολιτιστικών αγαθών από τα κατεχόμενα εδάφη, καθώς και τη διασφάλιση ότι θα επιστραφούν στον τόπο από τον οποίο μετακινήθηκαν. Οι πολεμικές συγκρούσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990 φανέρωσαν την αδυναμία εφαρμογής της σύμβασης της Χάγης του 1954 κάνοντας επιτακτική την ανάγκη υιοθέτησης ενός δεύτερου συμπληρωματικού πρωτοκόλλου που υπογράφηκε στη σύμβαση της Χάγης το 1999.

Η δεύτερη σύμβαση για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς διατυπώθηκε και εγκρίθηκε το 1972. Εν τω μεταξύ, είχε προηγηθεί μια ακόμη σύμβαση, το 1970 σχετικά με την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών. Στη σύμβαση του 1972 όπως αναφέρει η Κόνσολα (2006) γίνεται αναφορά όχι μόνο στους κινδύνους από τις παραδοσιακές αιτίες φθοράς, αλλά και τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Στη σύμβαση ορίζεται ότι κάθε κράτος ξεχωριστά, αλλά, παράλληλα, και με τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας, οφείλει να μεριμνά για την προστασία των πολιτιστικών του αγαθών, καθώς αυτά αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά. Για την εφαρμογή της συνθήκης θεσμοθετήθηκε μια Διακυβερνητική Επιτροπή στις αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνεται και ο καθορισμός των κριτηρίων βάσει των οποίων εξαιρετικής σημασίας μνημεία της ανθρωπότητας μπορούν να ενταχθούν στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Δύο ακόμη συμβάσεις που υπογράφηκαν πιο πρόσφατα αποτελούν σημαντικές εξελίξεις στο πεδίο προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πρώτη αφορά στη σύμβαση (2001) για την προστασία της «Ενάλιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς» και σχετίζεται με τα ίχνη της ανθρώπινης ύπαρξης που βρίσκονται μερικώς ή ολικώς κάτω από το νερό, για τουλάχιστον 100 χρόνια, και έχουν πολιτιστικό, αρχαιολογικό ή ιστορικό χαρακτήρα. Η δεύτερη είναι η «Σύμβαση για την Προστασία της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Με τον όρο Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά εννοούμε «τις πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές -καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και τους πολιτιστικούς χώρους που συνδέονται με αυτές- και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και τα άτομα αναγνωρίζουν ότι αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Ένα πρόσφατο παράδειγμα εγγραφής στον Κατάλογο Καλών Πρακτικών Διαφύλαξης της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελεί το πρόγραμμα «Το Πολυφωνικό Καραβάνι, Ερευνώντας, Διαφυλάσσοντας και Αναδεικνύοντας το Πολυφωνικό Τραγούδι της Ηπείρου» το οποίο εγκρίθηκε στη 15η συνεδρίαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής το Δεκέμβριο του 2020. Η τελευταία σύμβαση υπογράφηκε το 2005 και αναφέρεται στην προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης.

Οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο οργανισμός της Ουνέσκο σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον είναι πολλές όπως η κλιματική αλλαγή, η μόλυνση του περιβάλλοντος, οι φυσικές καταστροφές, η ανεξέλεγκτη αστικοποίηση, η τουριστική υπερανάπτυξη κ.α.. Επίσης, στο συνέδριο του 2002 στη Βενετία, η Ουνέσκο αναφέρεται  στις προκλήσεις της νέας εποχής και την ανισορροπία που υπάρχει στον κατάλογο πολιτιστικής κληρονομιάς. Πολλά στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς -ιδιαίτερα της φυσικής αλλά και της προϊστορικής- δε βρίσκονται στη λίστα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από την άλλη, η σύμβαση του 1972 δημιούργησε έναν μεγάλο αριθμό εγγραφών με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υποστηρίζονται διοικητικά αλλά και οικονομικά. Ωστόσο, μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις είναι η απροθυμία των κρατών να συνεργαστούν και να επικυρώσουν δεσμευτικές συμβάσεις καθώς θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο εκχωρούνται οι αρμοδιότητες διοίκησης και διαχείρισης του εθνικού τους πλούτου σε διεθνείς οργανισμούς. Αναγκαίο είναι να εκχωρηθούν από τα εθνικά κράτη-μέλη περισσότερες αρμοδιότητες στη δικαιοδοσία της Ουνέσκο. Μια νέα σύμβαση με αυστηρούς κανόνες πιθανόν να απέτρεπε αυθαίρετες ενέργειες κρατών όπως για παράδειγμα αυτή με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί από την κυβέρνηση Ερντογάν.

* Ο Βασίλειος Βαρτζιώτης είναι Πολιτισμολόγος / MSc. In Cultural Organizations Management.