Πρωταπριλιάτικα και μη, τα ψέματα στη ζωή μας…

on .

Δεν είναι παρά μόλις μία εβδομάδα που μας «μπήκε» ο Απρίλης, με την πρώτη του μέρα να κουβαλάει ένα παμπάλαιο έθιμο, αυτό της Πρωταπριλιάς. Μικροί και μεγάλοι με περισσή επιμέλεια προετοίμασαν τα αθώα ψέματά τους και τις φάρσες τους στο σχολείο, στον χώρο εργασίας τους, στις παρέες τους. Στον πειρασμό δεν άντεξαν ακόμη και τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά πρακτορεία, τα μεγαλύτερα παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα, οι μικρής και μεγάλης εκδοτικής εμβέλειας εφημερίδες.                                                                                      

Δεν είναι ξεκάθαρο πού βρίσκονται οι ρίζες του εθίμου. Οι δύο θεωρίες είναι ότι είτε προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα, είτε πέρασε στην χώρα μας από την Ευρώπη την εποχή των Σταυροφοριών. Σύμφωνα με την «αρχαιοελληνική εκδοχή», η 1η Απριλίου είναι η 12η ημέρα μετά την εαρινή ισημερία, μια ημέρα η οποία κατά την κλασική αρχαιότητα ήταν αφιερωμένη στο Θεό Διόνυσο και τη Θεά Αφροδίτη. Τη συγκεκριμένη ημέρα οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν γιορτές στις οποίες κυριαρχούσε το αλκοόλ και το σεξ. Το  έθιμο πέρασε και στους Ρωμαίους με τη γιορτή της «Κοροϊδίας και του Ξεγελάσματος» της ρωμαϊκής θεάς Venus Aprilis, δηλαδή της Απριλίου Αφροδίτης. Οι Ρωμαίοι την ίδια ακριβώς περίοδο (στα τέλη Μάρτη) γιόρταζαν και την «Hilaria» (ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό επίθετο «ιλαρός» που σημαίνει «χαρούμενος», «κεφάτος»). 

Πιο πειστική φαίνεται να είναι η ευρωπαϊκή προέλευσή της και η γέννησή της τόσο χρονικά όσο και τοπικά έχει δύο επικρατέστερες εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες. Λαός της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Κέλτες, ήταν δεινοί ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου. Επειδή, όμως, «του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δυο φορές είναι άδειο και μία γεμάτο», όσο καλοί ψαράδες και να ήταν, την εποχή αυτή του χρόνου τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Έτσι κι΄ αυτοί, όπως προστάζει ο «κώδικας δεοντολογίας» των ψαράδων (και των κυνηγών) όλων των εποχών, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα πόσα ψάρια είχαν πιάσει. Αυτή η συνήθεια έγινε, με το πέρασμα του χρόνου, έθιμο. 

Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, η οποία ιστορικά θεωρείται από πολλούς και ως η πιο βάσιμη, θέλει γενέτειρα του εθίμου τη Γαλλία του 16ου αιώνα. Μέχρι το 1564 η πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η 1η Απριλίου. Τη χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούνταν πλέον η 1η Ιανουαρίου. Στην αρχή αυτό δεν το δέχτηκαν όλοι οι πολίτες. Οι αντιδραστικοί συνέχιζαν να γιορτάζουν, την παλιά πλέον, πρωτοχρονιά τους την 1η Απριλίου, ενώ οι υπόλοιποι τους έστελναν πρωτοχρονιάτικα δώρα για να τους κοροϊδέψουν. Το πείραγμα αυτό μετατράπηκε με τον καιρό σε έθιμο. 

Το έθιμο αυτό, με το πέρασμα του χρόνου, όπως ήταν αναμενόμενο, υιοθετήθηκε και στη νεότερη Ελλάδα, αποκτώντας, ωστόσο,  ελληνικό «χρώμα». Η κεντρική ιδέα βέβαια παρέμεινε ίδια. Λέγονται αθώα ψέματα με σκοπό να ξεγελάσουμε το «θύμα» μας. Μάλιστα, σε κάποιες περιοχές, θεωρούν ότι όποιος καταφέρει να ξεγελάσει τον άλλο, θα έχει την τύχη με το μέρος του όλη την υπόλοιπη χρονιά. Αλλού πιστεύουν ότι ο «θύτης» θα έχει καλή σοδειά στις καλλιέργειές του. Ακόμα, το βρόχινο νερό της πρωταπριλιάς, θεωρούν μερικοί, ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Όπως επισημαίνει ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων λαογράφων Δημ. Λουκάτος, τον οποίο είχα αγαθή τη τύχη πανεπιστημιακό δάσκαλο στην επί της Δομπόλης Φιλοσοφική Σχολή της πόλης μας, το έθιμο αποτελεί ένα σκόπιμο «ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την όποια παραγωγή», όπως είναι η αρχή του μήνα τόσο για τον Μάρτιο, όσο και τον Απρίλιο, υποχρεώνοντας πολλούς να λαμβάνουν διάφορα «αντίμετρα». 

Από την πλευρά του, ο κορυφαίος των κορυφαίων, μαζί με τον Ν. Πολίτη, λαογράφος Γ. Μέγας, συμφωνεί πως η πρωταπριλιάτικη «ψευδολογία» παραπλανά ελλοχεύουσες δυνάμεις του κακού, ούτως ώστε να θεωρείται από τον λαό ως σημαντικός όρος μαγνητικής ενέργειας (έλξης ή αποτροπής) για μια επικείμενη επιτυχία. Γιατί, όμως, λέμε ψέματα; Τι ρόλο παίζει η απόκρυψη της αλήθειας (η αρχαιολογική ετυμολογία της οποίας σημαίνει τη «μη λήθη») στη ζωή και στις σχέσεις μας; Είναι γεγονός ότι το ψέμα είναι κυτταρικό στοιχείο της ανθρώπινης κοινωνίας. Κατ΄ άλλους, αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Υπάρχουν λογής ψέματα: αθώα (τα λεγόμενα «λευκά») και πονηρά, μικρά και μεγάλα, «κατά συνθήκη» και σκόπιμα. Ποιος δε θυμάται τα «ψεματάκια» της παιδικής μας ηλικίας, τα οποία όμως και αυτά μας τα «δίδαξαν» οι μεγαλύτεροι;

Σύμφωνα με την επιστήμη της Ψυχολογίας, οι κύριοι λόγοι για τους οποίους λέμε ψέματα είναι: η προσπάθεια απόκτησης κάποιου κέρδους, η επίτευξη ενός θετικού αποτελέσματος για τον εαυτό μας (Ψέματα που ωφελούν τον εαυτό), για να αποφευχθεί, αντιθέτως, ένα αρνητικό αποτέλεσμα για τον εαυτό μας (Ψέματα που προστατεύουν τον εαυτό), η εξασφάλιση ενός θετικού αποτελέσματος για κάποιον άλλο (Ψέματα που ωφελούν τους άλλους), η προστασία κάποιου άλλου για να μη πληγωθεί (Ψέματα που προστατεύουν τους άλλους), η ωφέλεια τόσο του εαυτού μας όσο και των άλλων (Ψέματα που ωφελούν και τα δύο μέρη) και, τέλος, η αποφυγή να πληγωθούμε ή να ζημιωθούμε τόσο εμείς όσο και οι άλλοι (Ψέματα που προστατεύουν και τα δύο μέρη). 

Είναι, επίσης, αλήθεια, ότι στη χώρα μας το ψέμα έχει αναχθεί από τους πολιτικούς μας σε επιστήμη. Είναι αρκετό προς τούτο να συγκρίνει κανείς τις προεκλογικές τους, κάθε φορά, εξαγγελίες, με τα μετεκλογικά, ιδίως κυβερνητικά, πεπραγμένα τους. Σε σημείο μάλιστα που όχι άδικα να χαρακτηρίζονται ως οι «πινόκιο» της νεοελληνικής ζωής. Είναι, ταυτόχρονα, λυπηρό, τα εκ του συνταγματικού τους ρόλου ελέγχου και άσκησης κριτικής στην εξουσία ΜΜΕ, να πρωτοστατούν στην εκάστοτε κυβερνητική προπαγάνδα, παρουσιάζοντας το μαύρο ως άσπρο.