«Βαθιά νερά, ρηχές ποινές»…

on .

• Το άγριο έγκλημα στα Γλυκά Νερά έφερε ξανά στην επιφάνεια το θέμα της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Της Δικαιοσύνης υπό την έννοια και του Νόμου, αλλά και της εφαρμογής του. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αγγίζει διαχρονικά και τους τρεις συνταγματικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Την κυβέρνηση που αποφασίζει, τη Βουλή που ψηφίζει τους νόμους και τη Δικαιοσύνη που καλείται να τους εφαρμόσει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινή γνώμη σοκαρισμένη από ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα, τον στραγγαλισμό μιας εικοσάχρονης μάνας μέσα στο σπίτι της, δίπλα στο ολίγων μηνών μωρό της, στρέφει τον προβληματισμό της όχι μόνο στη σύλληψη των δραστών, αλλά κυρίως στην τιμωρία τους. 
Η Αστυνομία λίγο-πολύ, πιο νωρίς ή πιο αργά, θα κάνει τη δουλειά της και θα φτάσει στους δράστες. Παρά την κριτική που δέχεται, ελάχιστα εγκλήματα, που μετριούνται στα δάχτυλα, δεν έχουν εξιχνιαστεί ακόμη, ή οι δράστες τους δεν έχουν συλληφθεί τουλάχιστον... μία φορά. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η φράση που υιοθετείται από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που λέει ότι «η Αστυνομία τούς συλλαμβάνει και τα Δικαστήρια τους αφήνουν ελεύθερους».
Από την άλλη, βέβαια, κάποιοι παραθέτουν το εξής επιχείρημα. Πως το τελευταίο πράγμα που θα κάνει κάποιος πριν εγκληματήσει είναι μαθηματικές πράξεις. Για παράδειγμα, ουδείς από τους φονιάδες στα Γλυκά Νερά σκέφθηκε ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης θα αυστηροποιήσει τις προϋποθέσεις για την απόλυση στα 4/5, αντί για τα 3/5 της ποινής, και τι θα συμβεί αν τους συλλάβουν. Για εκείνον που διαπράττει ένα ειδεχθές έγκλημα λίγη σημασία έχει αν θα απολυθεί στα 16 ή 20 χρόνια.    
Συμφωνώ ως προς το ένα σκέλος, ότι δηλαδή το στοίχημα του παραβάτη ενάντια στην έννομη τάξη είναι αν θα συλληφθεί ή όχι. Πράττει πιθανολογώντας ότι δεν θα πιαστεί και όχι μετρώντας τα χρόνια κάθειρξης.
Δικαίως, λοιπόν, οι πολίτες αναρωτιούνται: Ποια τιμωρία είναι επαρκής για ένα έγκλημα τέτοιας αγριότητας; Σύμφωνα με τον νόμο, όπως λένε οι ποινικολόγοι, η ποινή στον δράστη δεν μπορεί να ξεπερνά τα 25 χρόνια φυλάκιση, μπορεί να πέσει και στα 16 χρόνια ή και πιο χαμηλά με την κατάλληλη χρήση δήθεν ελαφρυντικών.
Όταν θα συμβεί αυτό, η συλλογική μνήμη θα έχει αμβλυνθεί. Σχεδόν κανείς δεν θα θυμάται τι συνέβη και αυτό μοιάζει λογικό. Η Πολιτεία όμως δεν δικαιούται να ξεχάσει, γιατί είναι δική της υποχρέωση να βρει τους δράστες, να τους τιμωρήσει παραδειγματικά και να στείλει ένα αυστηρό μήνυμα προς εκείνους που ρέπουν προς την εγκληματικότητα. Και κυρίως οφείλει να ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Δεκαετίες τώρα, δεν θυμάμαι ούτε μία κυβέρνηση να έχει αναλάβει πρωτοβουλία στην κατεύθυνση αυστηροποίησης της νομοθεσίας για ανάλογα εγκλήματα. Σχεδόν πάντα ο νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, δηλαδή τα κόμματα, σκέφτονται τον δράστη.   Πώς θα τιμωρηθεί με μικρότερη ποινή, πώς θα μείνει λιγότερο στη φυλακή, πώς θα του προσφέρουν ελαφρυντικά, πώς θα παραγράψουν νωρίτερα τα αδικήματα.  Βιάζονται να τον επαναφέρουν στην κοινωνία χωρίς καμία προσπάθεια σωφρονισμού. Τελευταίο παράδειγμα, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που άνοιξαν τις φυλακές σε κάθε είδους εγκληματίες που βγήκαν να συνεχίσουν τη... δράση τους.
Η ανάγκη αυστηροποίησης και εφαρμογής του νόμου για τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της ζωής, της ασφάλειας και της περιουσίας δεν είναι αίτημα μόνο της κοινωνίας αλλά και των Εισαγγελέων και δικαστών. Φυσικά δεν αναφέρομαι ούτε στην επαναφορά της θανατικής ποινής, ούτε στην οπλοκατοχή, τα οποία κατά τη γνώμη μου δεν θα βοηθήσουν και θα μας προκαλέσουν άλλου είδους προβλήματα, αλλά πιστεύω ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να ενθαρρύνει άλλο την εγκληματικότητα και την ανομία.