Έτσι γιορτάζαμε κάποτε το Πάσχα…

on .

Μετά από δυο χρόνια καραντίνας, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, Πασχαλιά επιτέλους δίχως περιορισμούς, δίχως μάσκες λένε, αλλά «κάλλιο γαιδουρόδενε», καλό είναι για μένα τη μάσκα να τη φοράμε σε συνωστισμούς. Το Πάσχα και μάλιστα το Ελληνικό Πάσχα, θα γιορταστεί όπως πάντα στα χωριά μας, στην ελληνική ύπαιθρο να ξεδώσουμε από όλη αυτή την κατάσταση που βιώνουμε. Από σήμερα, βλέπουμε στην TV ο κόσμος να εγκαταλείπει το «Κλεινόν Άστυ» και να πηγαίνουν στα χωριά και στα νησιά τους. Επιτέλους, να ανοίξουν τα παραδοσιακά μας καφενεία, που μέχρι χθες ήταν ερμητικά κλειστά, να γεμίσουν οι πλατείες των χωριών μας από τους ξενιτεμένους και από τα ξεφωνητά των παιδιών.
Ν’ αφήσουν κατά μέρος το Tablet και τα βιντεοπαιχνίδια και να παίξουν, σαν παιδιά, όπως παίζαν οι γονείς και οι παππούδες τους τα παραδοσιακά παιχνίδια, που στις πόλεις έχουν ξεχαστεί, αλλά και να θέλουν δεν μπορούν, γιατί έχουν εκλείψει οι αλάνες και από τον φόβο παιδεραστών, δολοφόνων κλπ.
Γλυκόηχα θα χτυπήσει σε κάθε χωριό, η καμπάνα που όλες αυτές τις μέρες θα αντηχεί να καλεί τους πιστούς στην εκκλησία, που τόσα βιώματα έχουν οι περισσότεροι από παιδιά, όταν ντυνόντουσαν «παπαδάκια».
Έτσι κι εμένα μου ήρθαν στη μνήμη οι Πασχαλιές εκείνες και τα Μεγαλοβδόμαδα. «Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν και σου θυμίζουνε τα περασμένα».
Και είναι χαρές που φύγανε και δεν γυρίζουνε στη σημερινή κοινωνία που ζούμε. Και η μνήμη, η πιο ωραία και η πιο γρήγορη λειτουργία του ανθρώπινου νου. Είναι ωραία γιατί σου ξαναφέρνει μπροστά το παρελθόν και γρήγορη γιατί έτσι και σκεφτείς κάτι, στο ‘φερε κιόλας εδώ!
Αυτή η μνήμη με το δικό της μαγικό ραβδί, αυτές τις Άγιες μέρες του νόστου διώχνει την ομίχλη του παρελθόντος και ανοίγει το δρόμο για να θυμηθούμε τις ρίζες μας. Τις ρίζες των γονιών μας και όσα έχουν να κάνουν με τη ζωή τους, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης ολόκληρες δεκαετίες.
Εκείνα τα χρόνια οι μανάδες μας ήταν πολύ θρησκευόμενες. Ανάβανε τα καντήλια με ευλάβεια κάθε παραμονή γιορτής της Παναγίας και των Αγίων, όλο το Μεγαλοβδόμαδο και το βράδυ της Ανάστασης με το Άγιο Φως. Ζύμωναν τα πρόσφορα να λειτουργήσει ο παπάς. Επίσης, έκαναν κόλλυβα τα Ψυχοσάββατα και ρίχναν τρισάγιο στους πεθαμένους τους γονείς, αδέλφια από τους πολέμους.
Πέρα από όλα αυτά, έκαναν τάματα σε μοναστήρια που απείχαν πολύ από το χωριό. Πόσος ποδαρόδρομος. Κι όμως τα πόδια τους, οδηγημένα απ’ την πίστη, δεν βάραιναν, τους έδιναν φτερά, παρ’ ότι ήταν αποκαμωμένες από τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Εδώ ταιριάζει αυτό που είπε ο Martin Luther King πως «η πίστη είναι να ξεκινάς ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, χωρίς να βλέπεις ολόκληρη τη σκάλα».
Πολλές φορές ακολουθούσαν και οι άντρες. Γυρίζοντας οι ξενιτεμένοι ανταμώνουν με τους λίγους συνομηλίκους που μείνανε πίσω στο χωριό, αλλά και με εκείνους που ζούσαν σε άλλες πόλεις. Με το που ανταμώνουν αμέσως η κουβέντα τους γυρίζει πίσω στα παιδικά τους χρόνια, πώς περνούσαν τις μέρες αυτές του Πάσχα.
Είχαν τον κολλητό τους φίλο που σε όλα πηγαίναν μαζί, είτε στα διαβάσματα είτε στα πρόβατα που φυλάγανε μαζί, στα χωράφια, στο μύλο.
-Θυμάστε, λέει ο Γιάννης, όταν τελειώναμε το σχολείο για τις διακοπές του Πάσχα. Εγώ με τον Γάκη -θυμάσαι Γάκη;- λέγαμε του παππού μου και μας διάλεγε τα καλύτερα κυπριά και κουδούνια από τα ζωντανά μας και τα προσαρμόζαμε στη Λαζαρίνα και ανήμερα του Λαζάρου γυρίζαμε όλα τα σπίτια του χωριού μας με το καλάθι για να βάζουμε τ’ αυγά που μας δίνανε -γιατί αυτό ήταν το φιλοδώρημα.
Όλα τα βράδια, το Μεγαλοβδόμαδο, ανελλιπώς παρακολουθούσαμε τις ακολουθίες. Θυμάστε το Μεγαλοπαράσκευο, πηγαίναμε όλοι οι συμμαθητές του σχολείου και μαζεύαμε λουλούδια για το στόλισμα του Επιταφίου και με τον Επιτάφιο Θρήνο στα χέρια ψέλναμε το «Αι Γεννεαί πάσαι», «Η Ζωή εν Τάφω» και το «Άξιον εστί» όλα τα παιδιά γύρω από τον Επιτάφιο.
Μετά τη λειτουργία καθόμασταν και συζητούσαμε τι θα γίνουμε σαν μεγαλώσουμε, έχοντας κατά νου να φύγουμε απ’ τη μιζέρια του χωριού και να ανοίξουμε τα φτερά μας.
Το βράδυ της Ανάστασης, θυμάστε παιδιά, κρατούσαμε νηστεία όλο το Μεγαλοβδόμαδο αλλά είχαμε μαζί μας από ένα κόκκινο αβγό και μόλις ακούγαμε το «Χριστός Ανέστη» πηγαίναμε πίσω από το Ιερό και τσουγκρίζαμε.
Ανήμερα του Πάσχα μας ετοίμαζε η μάνα το μαντήλι, που μέσα είχε κουλούρι κι αβγά και πηγαίναμε στον νονό να το «αλλάξουμε», δηλαδή μας έδινε ένα δικό του αλλά κυρίως εστιάζαμε στο φιλοδώρημα που θα παίρναμε. Τρώγαμε εκεί και το βράδυ έρχονταν και οι δικοί μας.
Πάνε αυτά τα έθιμα, τώρα όλα έχουν ξεχαστεί. Ευτυχώς που κρατάμε σήμερα το μεσημέρι του Πάσχα το γλέντι που στήνουμε ακόμα με τον παπά ν’ ανοίγει το χορό που είχε κλείσει τις απόκριες.
Όλοι οι χωριανοί θα μπούμε στο χορό και η μια γενιά θα δώσει στην άλλη το χέρι της χαράς, τραγουδώντας τα παλιά Λαμπριάτικα τραγούδια που ευτυχώς ακόμη διατηρούνται αναλλοίωτα τα λεγόμενα «καγκέλια».
Χριστός Ανέστη
Χρόνια Πολλά
(Μέτσοβο)