Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές...

on .

Η χώρα που καυχιέται –συν τοις άλλοις- για τη δημοκρατία της (σε βαθμό μάλιστα που να έχει αναλάβει εργολαβικά την παγκόσμια προστασία της), εδώ και δεκαετίες αδυνατώντας οι πολιτικοί της να ελέγξουν το πανίσχυρο λόμπι εμπορίας όπλων, έχουν «καταφέρει» -διότι περί κατορθώματος πρόκειται- να «μακελεύονται» οι πολίτες της «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως θα έλεγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι εν προκειμένω και κάθε άλλο παρά περιποιούν τιμή στον πολιτικό της πολιτισμό.

Αναφέρομαι, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τα αλλεπάλληλα περιστατικά αιματηρής βίας που σημειώνονται με ανησυχητική συχνότητα και τις περισσότερες φορές με ρατσιστικό χαρακτήρα στις διάφορες Πολιτείες της. Ο 18χρονος Σαλβαδόρ Ράμος ο οποίος πρόσφατα σκόρπισε τον θάνατο σε δημοτικό σχολείο του Τέξας, σκοτώνοντας 19 παιδιά και δύο εκπαιδευτικούς, συγκλονίζοντας όχι μόνο την αμερικανική αλλά και την παγκόσμια κοινότητα, δεν ήταν η πρώτη τραγωδία στις ΗΠΑ και σίγουρα ούτε η τελευταία. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πώς είναι δυνατόν μια χώρα, με πλέρια είναι αλήθεια δημοκρατία, να μη μπορεί να παράσχει στους πολίτες της το ύψιστο αγαθό ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και από τα βασικότερα (το δεύτερο αμέσως μετά τις Βιολογικές ανάγκες) σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες της ανθρώπινης ζωής, σύμφωνα με την πυραμίδα  τoυ Αμερικανού Ανθρωπιστή –Ψυχολόγου Aβραάμ Maslou,  όπως είναι η ασφάλεια; Eίναι τραγικό και ταυτόχρονα ανησυχητικό σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία οι κυβερνήτες της  να μη μπορούν να θεσμοθετήσουν την απαγόρευση της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας.

Μία από τις πολλές υπογραφές που έβαλε ο ιδιόρρυθμος Ντόναλντ Τραμπ στους πρώτους κιόλας μήνες της προεδρικής του θητείας ήταν και σε ένα κομμάτι χαρτί που επανέφερε το δικαίωμα οπλοκατοχής σε άτομα με ψυχικές ασθένειες, με την υπερψήφιση του διατάγματος, επομένως την επικύρωσή του, από Βουλή και Γερουσία που του έδωσε ισχύ και μαζί με αυτά το (και με τη βούλα) πισωγύρισμα στη νομοθεσία που ρυθμίζει τις σχέσεις των Αμερικανών με τα κουμπούρια που γουστάρουν να κουβαλούν από την εποχή της Άγριας Δύσης. Έτσι, ανατράπηκε στην πράξη η προσπάθεια του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα, που ζητούσε κάτι που ακούγεται μάλλον λογικό, να μην επιτρέπεται η πώληση όπλων σε άτομα που λαμβάνουν κοινωνικό επίδομα (μέσω τρίτου) λόγω κάποιας ψυχικής διαταραχής. 

Ζήτησε, δηλαδή, το προφανές, κάποιος που έχει διαγνωστεί (ας πούμε) με σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου -και το κράτος δεν τον θεωρεί ικανό να διαχειριστεί τα χρήματά του, να μην έχει το δικαίωμα να μπει σε ένα κατάστημα όπλων και να φύγει έχοντας ένα ημιαυτόματο πιστόλι στην τσέπη του. Σύμφωνα με έρευνα της Small Arms Survey (SAS), με έδρα την Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου τα (μη στρατιωτικά) όπλα είναι περισσότερα από τους κατοίκους, ενώ υπάρχουν 120 όπλα για κάθε 100 Αμερικανούς. Κανένα άλλο έθνος δεν έχει περισσότερα όπλα από πολίτες. Το χειρότερο όμως είναι ότι κάτοχος μπορεί να γίνει ο οιοσδήποτε, μικρός ή μεγάλος, ψυχικά υγιής ή ανισόρροπος, στην αγορά δε βρίσκει κανείς ευκολότερα όπλα από τσιγάρα.

Όταν, λοιπόν, η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία μιας χώρας, που διατείνεται την παγκόσμια πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία,  δεν τολμά να θέσει τέλος σ΄αυτή την ανήκουστη αδερφοσφαγή, «να βάλει χέρι», κατά το κοινώς λεγόμενο, σ΄ ένα –πανίσχυρο καθώς αποδείχνεται– λόμπι, όπως η παγκοίνως γνωστή NRA, τότε ποιο αίσθημα ασφάλειας μπορεί να εμπνεύσει στους πολίτες της; Οι εικασίες για οικονομική και όχι μόνο διαπλοκή είναι απολύτως θεμιτές. Μια διαπλοκή που τα τελευταία χρόνια τείνει να εμπεδωθεί στις περισσότερες χώρες του κόσμου , με τους πολιτικούς να καθίστανται όμηροι των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, σε βάρος πάντα των συμφερόντων των λαών, σε βαθμό μάλιστα που οι ίδιοι να είναι απλώς οι «μπροστινοί» στην άσκηση της εξουσίας, πόρρω απέχοντες από την εικόνα του πολιτικού ως «παιδαγωγού του λαού», όπως την είχαν οραματιστεί και «φιλοτεχνήσει» οι αρχαίοι πρόγονοί μας.

 Το πολιτικό ήθος κατέληξε να είναι είδος σπάνιο, με τη διαφθορά να έχει εμποτίσει μέχρι το μεδούλι τους ασκούντες το- υποτίθεται- λειτούργημα του πολιτικού. Η ενασχόληση με τα κοινά έχει καταστεί πλέον σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη το επικερδέστερο επάγγελμα. Αποτελεί «κοινό μυστικό» ότι η πλεονότητά τους εισέρχονται στον στίβο της πολιτικής με ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία και εξέρχονται πάμπλουτοι. Στο χέρι των λαών είναι, ως εκ τούτου, να ξεχωρίζουν την «ήρα» από το «σιτάρι», αντίθετοι πάντα στον φασισμό της γενίκευσης, του αφοριστικού «όλοι ίδιοι είναι», ρίχνοντας με αυτόν τον τρόπο νερό στο μύλο των πέραν της δημοκρατίας χώρων.

Αλλά αυτό προϋποθέτει τον σωστά πεπαιδευμένο πολίτη, επομένως με την απαιτούμενη κρίση και υπευθυνότητα, ύψιστο χρέος της κατάλληλης αγωγής.