Η προσωπική εργασία…

on .

 Προσωπική εργασία -όπως ερμηνεύεται και η ονομασία της– ήταν ένας θεσμός που είχε δημιουργηθεί και εφαρμοστεί στην πατρίδα μας τη δεκαετία του 1950, μετά τη λήξη του πολέμου και της κατοχής. Καθιερώθηκε σαν ένα μέτρο βοήθειας από τους κατοίκους στην πολιτεία, προκειμένου να συνδράμουν στην ανόρθωση του κράτους με μικροέργα, μια και η δυνατότητα χρηματοδότησης από αυτό ήταν σχεδόν αδύνατη. Η προσωπική εργασία ήταν ένας θεσμός και «μια ιδιότυπη μορφή εθελοντισμού» αλλά και υποχρέωσης των πολιτών.

 Ολόκληρη η κοινωνία θεωρούσε αυτόνομη υποχρέωση τη συμμετοχή όλων για την εκτέλεση αναγκαίων μικροέργων, όπως μικρά δρομάκια, ρυάκια, γκαλτερίμια, γεφύρια, βρύσες  κ.λ.π.,  δηλαδή έργα που δεν απαιτούσαν εξειδίκευση αλλά κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων.

Όπως αναφέρεται σε αντίστοιχα δημοσιεύματα, η προθυμία και ο ζήλος των κατοίκων να συμμετέχουν στην προσωπική εργασία ήταν αξιοξήλευτος. Η προσωπική εργασία θεσπίστηκε από το Ελληνικό κράτος το 1950 και παρέμεινε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Τι προέβλεπε η Νομοθεσία:

«Εις Δήμον ή Κοινότητα κάτω των 25.000 κατοίκων, επιτρέπεται δι’ αποφάσεως του Συμβουλίου να επιβληθεί η παροχή προσωπικής εργασίας εις τους κατοίκους (άρρενες και θήλεις) που συμπλήρωσαν το 18ον έτος της ηλικίας των δια την εκτέλεσιν δημοτικών και κοινοτικών έργων» με στόχο να ωφεληθούν αποκλειστικά οι κάτοικοι μιας ορισμένης  περιοχής της πόλης ή του χωριού.

 Ο αριθμός ημερών απασχόλησης καθορίστηκε στα δέκα (10) ημερομίσθια κατ’ έτος. Επιπλέον δε όσοι είχαν φορτηγά κτήνη (άλογα, γαϊδούρια) και φορτηγά αυτοκίνητα, υποχρεώνονταν να τα παραχωρήσουν για την εκτέλεση δημοτικών και κοινοτικών έργων. Εδώ η πρόβλεψη απασχόλησης -για τους δεύτερους- ήταν μέχρι τρεις ημέρες ετησίως, το ίδιο  (ίσες ημέρες) αφορούσε και όσους παραχωρούσαν τα εν λόγω κτήνη ή αυτοκίνητα.

   Σημειώνουμε δε εδώ ότι -όπως όριζαν οι διατάξεις- οι υπόχρεοι προσωπικής εργασίας, ύστερα από σχετική απόφαση του Συμβουλίου, καλούνταν δι’ εγγράφου προσκλήσεως  (δημάρχου ή προέδρου), για την εκτέλεση της προσωπικής εργασίας, δέκα ημέρες γρηγορότερα.

Ευνόητον είναι ότι η ειδοποίηση γίνονταν επί αποδείξει. Όσοι -για διάφορους λόγους- αδυνατούσαν να προσέλθουν για εργασία, μπορούσαν να στείλουν αντικαταστάτη. Οι δε ειδοποιηθέντες κάτοχοι κτηνών που δεν προσήρχοντο, υποχρεώνονταν να καταβάλλουν σχετικό αντίτιμο που καθορίζονταν από το Συμβούλιο.

   Ως εδώ όλα καλά και αρχίζουν τα παρατράγουδα. Η επιβολή της προσωπικής εργασίας δεν υπήρξε προφανής ούτε για φορολογούμενους, ούτε για το κράτος. Η πρώτη αντίδραση προήλθε από δημότες που αρνούνταν την εξαίρεση από την προσωπική εργασία των ετεροδημοτών. Έτσι, το 1958 ο υπουργός Εσωτερικών Δ. Βούλγαρης ανανεώνει ρητά την εν λόγω απαλλαγή και εκδίδει σχετική Εγκύκλιο.

Δεύτερη μορφή αντίδρασης ήλθε από δημότες που αρνούνται να αποδεχθούν την αναγκαστική εργασία για κατασκευή π.χ. μιας οδού, όταν δεν κάνουν χρήση αυτής για την οποία καλούνται να εργαστούν ή να πληρώσουν. Στην πράξη μόνο ορισμένοι κάτοικοι εξοφλούσαν με δυσκολία σε χρήμα την προσωπική εργασία λόγω έλλειψης ή περιορισμένης κυκλοφορίας του χρήματος την εποχή εκείνη.

 Αξίζει ν’ αναφέρουμε εδώ ότι –όπως έγραφε η Εφημερίδα «Αρκαδία» της Τρίπολης (16-8-1861)-  λόγω αδυναμίας των κατοίκων να πληρώσουν ακόμη και δύο δραχμές για τα επιβληθέντα ημερομίσθια, κατάσχονται πολύτιμα αντικείμενα των οικογενειών προς εκποίηση, ακόμη και τεντζερέδες που αποθηκεύονταν από τους εργάτες του Δήμου σε σάκους!

Σήμερα τα έργα στους Δήμους και στις Κοινότητες γίνονται με δημόσιες δαπάνες που προέρχονται από διάφορες πηγές και κύρια από τα νόμιμα έσοδα του κράτους. Όμως, δεν παύει το ενδιαφέρον των Δημοτών για την καθημερινή βελτίωση των συνθηκών διαμονής τους, με την εκτέλεση νέων έργων στην περιοχή τους.