Οι «εισαγγελείς» της TV και το ακροατήριο του καναπέ…

on .

Η οργή ξεχείλισε! Το τελευταίο διάστημα όλοι οι μη εργαζόμενοι, οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι και τα μικρά παιδιά που φροντίζουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στο σπίτι, πρωί – πρωί στήνονται στον καναπέ και παρακολουθούν αφοσιωμένοι την «Κιβωτό».

Στην αρχή της υπόθεσης έτυχε ψάχνοντας τα πρωινά νέα, να δω την κομψή, καλοβαλμένη, καλοβαμμένη και καλοχτενισμένη τηλεπαρουσιάστρια να ωρύεται…

Να κάνει ερωτήσεις, να προσπαθεί να εκμαιεύσει απαντήσεις με τόσο μένος με τόσο επαγγελματισμό που κι ο καλλίτερος εισαγγελέας θα ζήλευε! Η οργή μου ξεχείλισε…

Ποια είσαι εσύ, με ποιες γνώσεις και με ποιο δικαίωμα, που κάνεις τον εισαγγελέα, εκ του ασφαλούς κι από την οθόνη πρωί – πρωί; Γιατί τόσο μένος; Τόσο ψυχοπονιάρα πια;

Ανεπίτρεπτη συμπεριφορά!

Δεν μπορεί ο κάθε τηλεπαρουσιαστής -για την τηλεθέαση και μόνο- κι όχι από πραγματικό ενδιαφέρον, να υποκαθιστά το Κράτος με τις αρμόδιες αρχές και τους κανόνες του, που ξέρουν καλλίτερα να κάνουν τη δουλειά τους! Και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι των μίντια τους προλαβαίνουν, βγάζουν την ετυμηγορία, καταδικάζουν ελαφρά τη καρδία και οπωσδήποτε «ελαφρά την κεφαλή».

Και όλοι εμείς -το ακροατήριο του καναπέ- σφιγμένο, παγωμένο, παρακολουθεί, παθιάζεται, καταδικάζει έτσι εκ του προχείρου, άκριτα κι αλόγιστα, όπως του το προσφέρουν στο πιάτο και του κόβεται και η όρεξη! Κύριε ελέησον!

Κι όμως οι κυρίες και οι κύριοι της TV έχουν στο σπίτι τους σκυλάκια καλοντυμένα, καλοπλυμένα, καλοταϊσμένα με τροφές και βιταμίνες, με γουνάκια και με ονοματάκι τρυφερό, που τα περιφέρουν στα σαλόνια, που κοιμούνται στο σπίτι τους κι ίσως και στο κρεβάτι τους.

Ποιος ή ποια απ’ αυτούς τους αυτόκλητους εισαγγελείς θα είχε τη διάθεση να μαζέψει από το δρόμο και να φιλοξενήσει στο σπίτι του ένα παιδί κακοντυμένο, πεινασμένο, διψασμένο, λερωμένο, «μυξιάρικο», φοβισμένο, χωρίς τρόπους; Ποιος ή ποια θα αγκάλιαζε με στοργή και καλωσύνη ένα ορφανό κι απροστάτευτο που θα το υιοθετούσε; Ποιος ή ποια θα έβαζε στο γυάλινο μπάνιο του ένα βρώμικο παιδί να πλυθεί ή να το πλύνει;

Ποιος ή ποια θα ανέχονταν ένα ατίθασο κακομαθημένο παιδί και θα προσπαθούσε να το προσαρμόσει στην κοινωνία με ποιο τρόπο και πόση υπομονή και δεν θα νευρίαζε με τις αταξίες και την κακή συμπεριφορά του. Τι καλωσύνη, τι μεγαλοψυχία, τι ευαισθησία, η ζωοφιλία, τι, τι…

Κι όμως μας διαφεύγει το «λουρί». Βλέπεις τα παιδιά δεν είναι «ευτυχισμένα σκυλάκια» γιατί τους λείπει το «λουρί»… Το λουρί είναι το όριο, το επιτρεπτό, το πρέπον και το καθώς πρέπει. Που το οδηγεί και το κατευθύνει, που το μαζεύει και το απλώνει, που το στρίβει δεξιά κι αριστερά εύκολα μ’ ένα απλό χειρισμό, αφού προηγηθεί βέβαια μια μακρόχρονη κι επίπονη εξάσκηση.

Όμως μπορείς να βάλεις λουρί σ’ ένα παιδί μικρό ή μεγάλο και να το κατευθύνεις, να είναι του χεριού σου, να το κουμαντάρεις; Το ζήτημα είναι μεγάλο, βαθύ, βαρύ για πρόχειρα συμπεράσματα και δακρύβρεχτες εκπομπές με σκοπό την αύξηση της τηλεθέασης.

Το τόλμησε η «Κιβωτός»… Πέτυχε; Απέτυχε; Δεν παίρνω θέση. Δεν είμαι ειδική. Η Δικαιοσύνη θ’ αποφασίσει.

Όπως δεν είμαι και απέναντι στην ζωοφιλία. Γιατί θρηνώ ακόμη κι ας έχουν περάσει πέντε χρόνια ένα μαύρο μεγαλόσωμο Βούλγαρο σκύλο «πρόσφυγα» που το άφησε τ’ αφεντικό του και βρέθηκε περιπλανώμενο στο σπίτι μου. Και γίναμε ΠΙΣΤΟΙ φίλοι ως την κακιά ώρα που τον πάτησε το φορτηγό…

Ως δασκάλα πέρασαν απ’ τη ζωή μου πολλές ψυχούλες πονεμένες, κακοποιημένες ξυπόλητες κι έκανα ό,τι μπορούσα να βοηθήσω με γονείς ευκατάστατους, με θέσεις υψηλές, θρησκευόμενους κι ήταν -εξομολογούμαι- λίγοι, πολύ λίγοι αυτοί που συγκινήθηκαν. Κι η έκπληξη ήρθε απ’ τους ανώνυμους φτωχούς και μεροκαματιάρηδες, από το υστέρημα κι όχι απ’ το περίσσευμα. Κρίμα.

Έστω κι ένα παιδί να συμμαζέψεις απ’ τη φτώχια κι ένα ζεστό ρουχαλάκι ή ένα παιχνίδι, ένα τετράδιο, ένα χρωματιστό μολύβι να δώσεις, είναι πολύ, πόσο μάλλον στέγη κι ένα πιάτο φαΐ!

Όσο για τους ηλικιωμένους «θεατές» που παρακολουθούν αφοσιωμένοι λες και ξέχασαν, δεν ξέρουν και δεν έζησαν στη μακρόχρονη ζωή τους, τη βία, την παντός είδους από την βέργα από «κρανιά» στο τραπέζι του δασκάλου, τον «κουτσό» όρθιο στην άκρη, τα κατακόκκινα δάχτυλα και αυτιά, το κλείσιμο στο υπόγειο του σχολείου με τα ποντίκια!

Αφήνω τις δύσκολες δουλειές για να βοηθήσουν τον πατέρα κι ας ήταν άγουρα κι άμαθα ακόμα!

Κι ερχόμαστε στο σήμερα, στο ζενίθ του πολιτισμού και της «κοινωνικής ευαισθησίας». Στους Ψυχολόγους και τους Κοινωνικούς Λειτουργούς που θάπρεπε νάναι απαραίτητοι όσο και οι δάσκαλοι, όμως σπανίζουν. Στην εκκλησία που κύριο έργο της είναι οι ενορίτες της οι ανάγκες και τα προβλήματά τους και δυστυχώς το εκκλησίασμα είναι σχεδόν άγνωστο και ξένο στους ιερωμένους.

Η πολιτεία πάλι με ανεπαρκείς δομές θορυβείται και λαμβάνει μέτρα μόνο «κατόπιν εορτής».

Δεν θέλω να παρεξηγηθώ ούτε να δικάσω πολύ δε περισσότερο να προδικάσω, ούτε ελαφρυντικά να προσφέρω, ούτε «άφεσιν αμαρτιών». Αφού ο δρόμος από το «ωσαννά» ως το «σταύρωσον αυτόν» είναι τόσο σύντομος, σε μια πολιτεία υπεύθυνη στρέφομαι και καρτερούμε με εμπιστοσύνη σιωπώντας, με την έγνοια, την σκέψη, την προσευχή μας στο παιδί που γεννιέται σε λίγες μέρες στο αχυρένιο παχνί της Βηθλεέμ, οδοιπορούντες με τους μάγους κι αλλάζοντας το δρόμο προς τον κακό Ηρώδη.