Η γλώσσα του Πρωθυπουργού…

on .

 Πολλοί Έλληνες παρακολουθήσαμε τη συζήτηση των πολιτικών μας αντιπροσώπων στη Βουλή ύστερα από αίτημα του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα τις τηλεφωνικές υποκλοπές. Πράγματι θα μπορούσε αυτό το ζήτημα να είναι μείζον πολιτικό θέμα με την προϋπόθεση ότι οι μεν πολιτικοί μας ταγοί να νοιάζονται αληθινά για το πολίτευμα, ενώ ο κόσμος να έχει λύσει τα μεγάλα προβλήματα που δοκιμάζει καθημερινά στην επιβίωσή του.

Δυστυχώς και οι αντιπολιτευόμενοι ρέπουν προς το θεαθήναι και οι πολίτες βρίσκονται σε τέτοιες δυσκολίες που δεν τους επιτρέπουν να ιεραρχήσουν τις παρακολουθήσεις σε πρώτη θέση. Βεβαίως γνωρίζει η αντιπολίτευση ότι ο κόσμος νοιάζεται για άλλα, πιο σημαντικά, αλλά η αδυναμία διατύπωσης προτάσεων ρεαλιστικών για καλύτερο μέλλον απουσιάζουν, ίσως και για λόγους αντικειμενικούς.

Αυτός ακριβώς ήταν ο κύριος λόγος, δηλαδή η ένδεια ουσιαστικού αντιλόγου, που ο κ. Τσίπρας αρκέστηκε να μονοπωλήσει τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και να καταφύγει σε λόγο φτωχό, άνευ περιεχομένου και μερικές φορές αγοραίο.

Αλλά και ο Πρωθυπουργός σύρθηκε κάποιες στιγμές σε λεκτικές υπερβολές και χρωμάτισε τον λόγο του με τα χνώτα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμώ πως ο κ. Μητσοτάκης βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση λόγω της σοβαρής διαχείρισης των πραγμάτων και λόγω του μορφωτικού του επιπέδου. Επομένως, θα έπρεπε να δώσει το δικό του στίγμα και να δείξει ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον Τσίπρα ούτε στο δημοκρατικό ήθος ούτε στις αρχές ούτε στον τρόπο διακυβέρνησης. Άλλωστε, όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι έχει την αποδοχή της πλειοψηφίας των πολιτικών για την κυβερνητική πολιτική και δεν χρειαζόταν να αντιγράψει σε τίποτε τον αντίπαλό του.

Για παράδειγμα, όταν ο Τσίπρας μιλούσε για τις μεγάλες δαπάνες στα εξοπλιστικά, ο Πρωθυπουργός έπρεπε μονάχα να του επισημάνει ότι για πρώτη φορά η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ψήφισε τις αμυντικές δαπάνες του προϋπολογισμού και να τον προτρέψει να αποφεύγει τις μεγαλοστομίες σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.

Ύστερα ως Πρωθυπουργός ορθότατα παρουσίασε το κυβερνητικό του έργο και ζήτησε ο κόσμος να συγκρίνει τις δύο κυβερνήσεις. Όμως έπρεπε να επιμείνει στο τι σκέφτεται για να αντιμετωπίσει και τα υπόλοιπα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, όπως είναι η ανεργία, η ακρίβεια, τα δάνεια, το δημογραφικό, τους χαμηλούς μισθούς, κ.α.

Όσο για τις παρακολουθήσεις, εκτιμώ πως ο κόσμος γνωρίζει ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τα ίδια, αφού έχει αποδειχτεί ότι παρακολουθούσε τρεις Υπουργούς του και το ΚΚΕ! Επομένως η επιμονή του φανερώνει σκοπιμότητα, αδυναμία αντιλόγου και ανεπάρκεια προγραμματική.

Και όλοι γνωρίζουμε ότι η Γλωσσολογία έχει αποδείξει ότι μέσα από τη γλώσσα φανερώνεται η ποιότητα σκέψεων, αρχών και αξιών του κάθε ομιλούντα. Επομένως παρακολουθούμε τον τρόπο που διαλέγονται οι πολιτικοί μας και αναλόγως αξιολογούμε και το πολιτικό τους ανάστημα. Γι’ αυτό και επισημαίνω ότι δεν ταιριάζει ή μάλλον αδικεί τον Πρωθυπουργό κάθε γλωσσική προσομοίωση με τον Τσίπρα.

Ίσως κάποιοι πολιτικοί ενδιαφέρονται με τα λόγια τους να προκαλούν το συναίσθημα του πολίτη για να γίνονται αρεστοί, αλλά υπάρχει και η λογική η οποία προτιμάει τους αρίστους.

Και ας μην ξεχνάμε ότι η δημοκρατία είναι μια πρόταση πολιτισμού, όπου συνυπάρχουν οι αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ανεκτικότητας. Άρα στην άσκηση του λόγου θα πρέπει να επικρατεί το δίκαιο πάνω στη δύναμη, η πειθώ στη βία και ο διάλογος στον μονόλογο.